ἐριδαίνω: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "elsewh." to "elsewhere")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eridaino
|Transliteration C=eridaino
|Beta Code=e)ridai/nw
|Beta Code=e)ridai/nw
|Definition=impf. <span class="sense"><span class="bld">A</span> ἠρίδαινον <span class="bibl">Babr.68.3</span> : Ep. aor. I ἐρίδηνα <span class="bibl">A.R.1.89</span> : —Med., <span class="bibl">Q.S.5.105</span> : Ep. aor. I inf. ἐρῑδήσασθαι <span class="bibl">Il.23.792</span> (with [[variae lectiones|vv.ll.]], dub.); elsewhere Hom. uses only pres. : (ἐρίζω):—[[wrangle]], [[quarrel]], μετ' ἀνδράσι <span class="bibl">Od.21.310</span>; αὔτως γάρ ῥ' ἐπέεσσ' ἐριδαίνομεν <span class="bibl">Il.2.342</span>; νῦν δὲ περὶ πτωχῶν ἐ. <span class="bibl">Od.18.403</span>; εἰ δὴ σφὼ ἕνεκα θνητῶν ἐ. <span class="bibl">Il.1.574</span>; <b class="b3">εἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐ</b>. we [[strive]] (as for a prize) for her excellence, <span class="bibl">Od.2.206</span> : c. dat., Εὖρός τε Νότος τ' ἐριδαίνετον ἀλλήλοιιν.. πελεμιζέμεν <span class="bibl">Il.16.765</span>, cf. <span class="bibl">A.R.1.89</span>; also ἀντία πάντων.. ἐριδαινέμεν οἶος <span class="bibl">Od.1.79</span>; τι in a thing, <span class="bibl">Call.<span class="title">Dian.</span>262</span>; of war, first in <span class="bibl">A.R.2.986</span>, etc.:—Med., <b class="b3">ποσσὶν ἐριδήσασθαι</b> [[compete in]] the foot-race, <span class="bibl">Il.23.792</span>.—Ep. word : also c. acc., <b class="b3">τεθυμωμένον ἄνδρα μὴ ἐριδαίνειν</b> (fort. <b class="b3">-δμαίνειν</b>) Demetr.Byz. ap.<span class="bibl">Ath.10.452d</span>; <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pisc.</span>6</span> may be a reminiscence of <span class="bibl">A.R.1.89</span>.</span>
|Definition=impf. ἠρίδαινον Babr.68.3: Ep. aor. I ἐρίδηνα A.R.1.89: —Med., Q.S.5.105: Ep. aor. I inf. ἐρῑδήσασθαι Il.23.792 (with [[variae lectiones|vv.ll.]], dub.); elsewhere Hom. uses only pres.: ([[ἐρίζω]]):—[[wrangle]], [[quarrel]], μετ' ἀνδράσι Od.21.310; αὔτως γάρ ῥ' ἐπέεσσ' ἐριδαίνομεν Il.2.342; νῦν δὲ περὶ πτωχῶν ἐ. Od.18.403; εἰ δὴ σφὼ ἕνεκα θνητῶν ἐ. Il.1.574; <b class="b3">εἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐ.</b> we [[strive]] (as for a prize) for her excellence, Od.2.206: c. dat., Εὖρός τε Νότος τ' ἐριδαίνετον ἀλλήλοιιν.. πελεμιζέμεν Il.16.765, cf. A.R.1.89; also [[ἀντία]] πάντων.. ἐριδαινέμεν οἶος Od.1.79; τι in a thing, Call.''Dian.''262; of war, first in A.R.2.986, etc.:—Med., <b class="b3">ποσσὶν ἐριδήσασθαι</b> [[compete in]] the foot-race, Il.23.792.—Ep. word: also c. acc., <b class="b3">τεθυμωμένον ἄνδρα μὴ ἐριδαίνειν</b> (fort. -δμαίνειν) Demetr.Byz. ap.Ath.10.452d; Luc.''Pisc.''6 may be a reminiscence of A.R.1.89.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1028.png Seite 1028]] ([[ἔρις]]), aor. ἐρίδηνα, Ap. Rh., u. ἐριδήσασθαι, Il. 23, 792, streiten, zanken, Il. 1, 574; περὶ πτωχῶν Od. 18, 403; ἐπέεσσι 2, 342; ὡς δ' Εὖρός τε Νότος τ' ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν, mit einander, Il. 16, 765; auch [[ἀντία]] πάντων, gegen alle, Od. 1, 79, u. μετ' ἀνδράσι, 21, 310; wetteifern, wettkämpfen, [[εἵνεκα]] τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν 2, 206; ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς, an Schnellfüßigkeit mit den Achäern wetteifern, Il. 23, 792; μηδ' ἐλαφηβολίην μηδ' εὐστοχίην ἐριδαίνειν Callim. Dian. 262, im Schießen. – Bei sp. D. auch feindlich, kämpfen, Ap. Rh., Orph.; τινά, reizen, wie [[ἐρεθίζω]], Ath. X, 452 d. [in ἐριδήσασθαι wird ι durch die Vershebung lang, weshalb Einige ἐριδδήσασθαι haben schreiben wollen, auch die [[varia lectio|v.l.]] ἐριζήσασθαι sich findet].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1028.png Seite 1028]] ([[ἔρις]]), aor. ἐρίδηνα, Ap. Rh., u. ἐριδήσασθαι, Il. 23, 792, streiten, zanken, Il. 1, 574; περὶ πτωχῶν Od. 18, 403; ἐπέεσσι 2, 342; ὡς δ' Εὖρός τε Νότος τ' ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν, mit einander, Il. 16, 765; auch [[ἀντία]] πάντων, gegen alle, Od. 1, 79, u. μετ' ἀνδράσι, 21, 310; wetteifern, wettkämpfen, [[εἵνεκα]] τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν 2, 206; ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς, an Schnellfüßigkeit mit den Achäern wetteifern, Il. 23, 792; μηδ' ἐλαφηβολίην μηδ' εὐστοχίην ἐριδαίνειν Callim. Dian. 262, im Schießen. – Bei sp. D. auch feindlich, kämpfen, Ap. Rh., Orph.; τινά, reizen, wie [[ἐρεθίζω]], Ath. X, 452 d. [in ἐριδήσασθαι wird ι durch die Vershebung lang, weshalb Einige ἐριδδήσασθαι haben schreiben wollen, auch die [[varia lectio|v.l.]] ἐριζήσασθαι sich findet].
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. impf. et ao.</i><br />être en querelle <i>ou</i> en lutte : τινι avec qqn ; [[μετά]] τινι OD, [[ἀντία]] τινός OD tenir tête à qqn ; ἕνεκά τινος IL au sujet de qqn <i>ou</i> de qch;<br /><i><b>Moy.</b> (seul. part. prés. et inf. ao.) m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἔρις]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρῐδαίνω:'''<br /><b class="num">1</b> [[спорить]], [[ссориться]] (τινί и [[μετά]] τινι, ἀλλήλοιϊν, περί τινος Hom.): ἐ. ἐπέεσσιν Hom. браниться; [[ἀντία]] πάντων [[ἐριδαινέμεν]] Hom. враждовать со всеми;<br /><b class="num">2</b> [[соревноваться]], [[состязаться]] ([[εἵνεκα]] τῆς ἀρετῆς Hom.): ἀργαλέον ποσσίν ἐρῑδήσασθαι Ἀχαιοῖς Hom. трудно ахейцам состязаться в беге (с Одиссеем).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρῐδαίνω''': παρατατ. ἠρίδαινον. Βαβρ. 68: Ἐπικ. ἀόρ. ἐρίδηνα, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 89: - Μέσ., Κόϊντ. Σμ. 5. 105· Ἐπίκ. ἀόρ. α΄ ἀπαρ. ἐριδήσασθαι (μετὰ τοῦ ι μακροῦ) ἢ ἐριδδήσασθαι, Ἰλ. Ψ. 792· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν ἐνεστ.: ([[ἐρίζω]]). Φιλονεικῶ, μαλλώνω, μετ’ ἀνδράσι Ὀδ. Φ. 310· [[αὔτως]] γὰρ ῥ’ ἐπέεσσ’ ἐριδαίνομεν Ἰλ. Β. 342· νῦν δὲ περὶ πτωχῶν ἐρ. Ὀδ. Σ. 403· εἰ δὴ σφὼ [[ἕνεκα]] θνητῶν ἐρ. Ἰλ. Α. 574· [[εἵνεκα]] τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν, φιλονεικοῦμεν, ἀγωνιζόμεθα (ὡς περὶ ἄθλου) διὰ τὸ ἔξοχον αὐτῆς, Ὀδ. Β. 206· μετὰ δοτ., ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν... πελεμιζέμεν Ἰλ. Π. 765, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 89· [[ὡσαύτως]], [[ἀντία]] πάντων... ἐριδαινέμεν οἷος Ὀδ. Α. 79· μηδ’ εὐστοχίην ἐριδαίνειν Καλλ. εἰς Ἄρτ. 262: - ἐπὶ πολέμου, πρῶτον παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Β. 986. κτλ.: -- Μέσ., ἀργαλέον δὲ ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς, «χαλεπὸν δὲ τοῖς Ἕλλησιν ἐλθεῖν αὐτῷ εἰς ἅμιλλαν ποδῶν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 792. - Ἐπ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ Δημητρίῳ Βυζαντίῳ παρ’ Ἀθην. 452D· τὸ [[χωρίον]] ἐν Λουκ. Ἁλιεῖ 6 παρελήφθη ἐκ τοῦ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 89.
|lstext='''ἐρῐδαίνω''': παρατατ. ἠρίδαινον. Βαβρ. 68: Ἐπικ. ἀόρ. ἐρίδηνα, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 89: - Μέσ., Κόϊντ. Σμ. 5. 105· Ἐπίκ. ἀόρ. α΄ ἀπαρ. ἐριδήσασθαι (μετὰ τοῦ ι μακροῦ) ἢ ἐριδδήσασθαι, Ἰλ. Ψ. 792· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν ἐνεστ.: ([[ἐρίζω]]). Φιλονεικῶ, μαλλώνω, μετ’ ἀνδράσι Ὀδ. Φ. 310· [[αὔτως]] γὰρ ῥ’ ἐπέεσσ’ ἐριδαίνομεν Ἰλ. Β. 342· νῦν δὲ περὶ πτωχῶν ἐρ. Ὀδ. Σ. 403· εἰ δὴ σφὼ [[ἕνεκα]] θνητῶν ἐρ. Ἰλ. Α. 574· [[εἵνεκα]] τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν, φιλονεικοῦμεν, ἀγωνιζόμεθα (ὡς περὶ ἄθλου) διὰ τὸ ἔξοχον αὐτῆς, Ὀδ. Β. 206· μετὰ δοτ., ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν... πελεμιζέμεν Ἰλ. Π. 765, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 89· [[ὡσαύτως]], [[ἀντία]] πάντων... ἐριδαινέμεν οἷος Ὀδ. Α. 79· μηδ’ εὐστοχίην ἐριδαίνειν Καλλ. εἰς Ἄρτ. 262: - ἐπὶ πολέμου, πρῶτον παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Β. 986. κτλ.: -- Μέσ., ἀργαλέον δὲ ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς, «χαλεπὸν δὲ τοῖς Ἕλλησιν ἐλθεῖν αὐτῷ εἰς ἅμιλλαν ποδῶν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 792. - Ἐπ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ Δημητρίῳ Βυζαντίῳ παρ’ Ἀθην. 452D· τὸ [[χωρίον]] ἐν Λουκ. Ἁλιεῖ 6 παρελήφθη ἐκ τοῦ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 89.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. impf. et ao.</i><br />être en querelle <i>ou</i> en lutte : τινι avec qqn ; [[μετά]] τινι OD, [[ἀντία]] τινός OD tenir tête à qqn ; ἕνεκά τινος IL au sujet de qqn <i>ou</i> de qch;<br /><i><b>Moy.</b> (seul. part. prés. et inf. ao.) m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἔρις]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρῐδαίνω:''' Επικ. αόρ. αʹ <i>ἐρίδηνα</i>, Μέσ., Επικ. απαρ. αορ. αʹ <i>ἐριδδήσασθαι</i> ([[ἐρίζω]])· [[φιλονικώ]], [[μαλώνω]], [[διαφωνώ]], αντιπαρατίθεμαι, σε Όμηρ.· με δοτ., <i>ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· και στη Μέσ., <i>ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς</i>, [[συναγωνίζομαι]] μαζί τους στον αγώνα δρόμου, στο ίδ.
|lsmtext='''ἐρῐδαίνω:''' Επικ. αόρ. αʹ <i>ἐρίδηνα</i>, Μέσ., Επικ. απαρ. αορ. αʹ <i>ἐριδδήσασθαι</i> ([[ἐρίζω]])· [[φιλονικώ]], [[μαλώνω]], [[διαφωνώ]], αντιπαρατίθεμαι, σε Όμηρ.· με δοτ., <i>ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· και στη Μέσ., <i>ποσσὶν ἐριδήσασθαι Ἀχαιοῖς</i>, [[συναγωνίζομαι]] μαζί τους στον αγώνα δρόμου, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρῐδαίνω:'''<br /><b class="num">1)</b> спорить, ссориться (τινί и [[μετά]] τινι, ἀλλήλοιϊν, περί τινος Hom.): ἐ. ἐπέεσσιν Hom. браниться; [[ἀντία]] πάντων [[ἐριδαινέμεν]] Hom. враждовать со всеми;<br /><b class="num">2)</b> соревноваться, состязаться ([[εἵνεκα]] τῆς ἀρετῆς Hom.): ἀργαλέον ποσσίν ἐρῑδήσασθαι Ἀχαιοῖς Hom. трудно ахейцам состязаться в беге (с Одиссеем).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐρίζω]]<br />to [[wrangle]], [[quarrel]], [[dispute]], Hom.; c. dat., ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν Il.; and in Mid., ποσσὶν ἐριδδήσασθαι Ἀχαιοῖς to [[contend]] with them in the [[foot]]-[[race]], Il.
|mdlsjtxt=[[ἐρίζω]]<br />to [[wrangle]], [[quarrel]], [[dispute]], Hom.; c. dat., ἐριδαίνετον ἀλλήλοιϊν Il.; and in Mid., ποσσὶν ἐριδδήσασθαι Ἀχαιοῖς to [[contend]] with them in the [[foot]]-[[race]], Il.
}}
}}