περιοδικός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(Bailly1_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periodikos
|Transliteration C=periodikos
|Beta Code=periodiko/s
|Beta Code=periodiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">acquired in one's travels</b>, ἱστορία <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Geog.</span>1.2.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">periodical</b>, ἀριθμὸς π. σελήνης Plu.2.1018d; ὧραι <span class="bibl">Vett.Val.243.13</span>; <b class="b2">recurrent, intermittent</b>, νόσοι <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.116</span> ; <b class="b3">ῥίγη, πυρετοί</b>, Dsc.1.51, 3.81 ; περιστάσεις <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>54</span> (Comp.); πυρετοῦ λῆψις Tim.<span class="title">Lex.</span> s.v. [[καταβολή]], cf. Harp., Suid., etc. Adv. -κῶς <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.117</span>, Herod.Med. ap. <span class="bibl">Orib.10.37.18</span>, <span class="bibl">Procl. <span class="title">Inst.</span>199</span>, <span class="bibl">Aët.12.21</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> Rhet., <b class="b2">periodic</b>, <b class="b3">κῶλα, συμμετρία</b>, <span class="bibl">Demetr. <span class="title">Eloc.</span>13</span>,<span class="bibl">16</span> ; σχῆμα Anon.<span class="title">Fig.</span>p.112S. Adv. -κῶς, συγκεῖσθαι <span class="bibl">Demetr. <span class="title">Eloc.</span>33</span>; <b class="b3">λέγειν, ἑρμηνεύειν</b>, <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Inv.</span>4.3</span>,<span class="bibl">8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">IV</span> <b class="b3">π. μέτρον</b>, i.e. a hexameter in which dactyls and spondees alternate, Ps.-Plu. <span class="title">Metr.</span>2.</span>
|Definition=περιοδική, περιοδικόν,<br><span class="bld">A</span> [[acquired in one's travels]], ἱστορία Ptol.''Geog.''1.2.2.<br><span class="bld">II</span> [[periodical]], ἀριθμὸς π. σελήνης Plu.2.1018d; ὧραι Vett.Val.243.13; [[recurrent]], [[intermittent]], νόσοι Chrysipp.Stoic.3.116; [[ῥίγη]], [[πυρετοί]], Dsc.1.51, 3.81; περιστάσεις Ptol.''Tetr.''54 (Comp.); πυρετοῦ λῆψις Tim.''Lex.'' [[sub verbo|s.v.]] [[καταβολή]], cf. Harp., Suid., etc. Adv. [[περιοδικῶς]] Chrysipp.Stoic.3.117, Herod.Med. ap. Orib.10.37.18, Procl. ''Inst.''199, Aët.12.21.<br><span class="bld">III</span> Rhet., [[periodic]], [[κῶλα]], [[συμμετρία]], Demetr. ''Eloc.''13,16; σχῆμα Anon.''Fig.''p.112S. Adv. [[περιοδικῶς]], συγκεῖσθαι Demetr. ''Eloc.''33; [[λέγειν]], [[ἑρμηνεύειν]], Hermog.''Inv.''4.3,8.<br><span class="bld">IV</span> <b class="b3">π. μέτρον</b>, i.e. a hexameter in which dactyls and spondees alternate, Ps.-Plu. ''Metr.''2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0584.png Seite 584]] ή, όν, zu bestimmter Zeit oder an bestimmten Stellen wiederkehrend, periodisch, Plut. de an. procr. e Tim. 14 u. a. Sp. – Bei den Rhett. = in Perioden gesprochen, geschrieben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0584.png Seite 584]] ή, όν, zu bestimmter Zeit oder an bestimmten Stellen wiederkehrend, periodisch, Plut. de an. procr. e Tim. 14 u. a. Sp. – Bei den Rhett. = in Perioden gesprochen, geschrieben.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />périodique, qui revient à époques fixes <i>ou</i> avec des alternances régulières.<br />'''Étymologie:''' [[περίοδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''περιοδικός:''' [[регулярно чередующийся]], [[периодический]] ([[ἀριθμός]] Plut.): περιοδικὸν [[μέτρον]] Plut. чередующийся размер, т. е. гексаметр (в котором дактили перемежаются со спондеями).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιοδικός''': -ή, -όν, ὁ διὰ περιοδειῶν κτηθείς, [[ἱστορία]] Πτολεμ. 1. 2, 2. ΙΙ. ὁ ἐπανερχόμενος καθ’ ὡρισμένα χρονικὰ διαστήματα, [[ἀριθμὸς]] σελήνης π. Πλούτ. 2. 1018D· περιοδικὴ [[λῆψις]] πυρετοῦ Τιμαί. Λεξ.· «περιοδικὰ νοσήματα καλοῦσιν οἱ ἰατροὶ τὰ [[τεταγμένως]] ἀνιέμενα καὶ [[αὖθις]] ἐπιγινόμενα· [[οἷον]] τριταίους καὶ τεταρταίους· καὶ γὰρ ἐπὶ τούτων οἱ κάμνοντες δοκοῦσιν ἐν ταῖς τῶν ἀνέσεων ἡμέραις μηδὲν νοσεῖν, ἀλλ’ ὑγιεῖς [[εἶναι]]» Ἁρποκρ., Φώτ., Σουΐδ. ἐν λέξ. [[περίοδος]]· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 893Β. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ρητορικῇ, «[[σχῆμα]] περιοδικόν, ὃ συνίσταται ἐκ προτάσεως καὶ ἀποδόσεως» Ρήτορες (Walz) 8. 620. IV. «περιοδικὸν δὲ ([[μέτρον]]) ἐστὶν [[ὅπερ]] ἐστὶ [[δάκτυλος]] καὶ [[σπονδεῖος]], καὶ [[πάλιν]] [[δάκτυλος]] καὶ [[σπονδεῖος]] [[ἐφεξῆς]] [[μέχρι]] τέλους, [[οἷον]] ῾οὐλομένην ἣ μυρί’ Ἀχαιοῖς ἄλγε ‘ἔθηκεν’» Δράκων σ. 139.
|lstext='''περιοδικός''': -ή, -όν, ὁ διὰ περιοδειῶν κτηθείς, [[ἱστορία]] Πτολεμ. 1. 2, 2. ΙΙ. ὁ ἐπανερχόμενος καθ’ ὡρισμένα χρονικὰ διαστήματα, [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] σελήνης π. Πλούτ. 2. 1018D· περιοδικὴ [[λῆψις]] πυρετοῦ Τιμαί. Λεξ.· «περιοδικὰ νοσήματα καλοῦσιν οἱ ἰατροὶ τὰ [[τεταγμένως]] ἀνιέμενα καὶ [[αὖθις]] ἐπιγινόμενα· [[οἷον]] τριταίους καὶ τεταρταίους· καὶ γὰρ ἐπὶ τούτων οἱ κάμνοντες δοκοῦσιν ἐν ταῖς τῶν ἀνέσεων ἡμέραις μηδὲν νοσεῖν, ἀλλ’ ὑγιεῖς [[εἶναι]]» Ἁρποκρ., Φώτ., Σουΐδ. ἐν λέξ. [[περίοδος]]· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 893Β. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ρητορικῇ, «[[σχῆμα]] περιοδικόν, ὃ συνίσταται ἐκ προτάσεως καὶ ἀποδόσεως» Ρήτορες (Walz) 8. 620. IV. «περιοδικὸν δὲ ([[μέτρον]]) ἐστὶν [[ὅπερ]] ἐστὶ [[δάκτυλος]] καὶ [[σπονδεῖος]], καὶ [[πάλιν]] [[δάκτυλος]] καὶ [[σπονδεῖος]] [[ἐφεξῆς]] [[μέχρι]] τέλους, [[οἷον]] ῾οὐλομένην ἣ μυρί’ Ἀχαιοῖς ἄλγε ‘ἔθηκεν’» Δράκων σ. 139.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ή, όν :<br />périodique, qui revient à époques fixes <i>ou</i> avec des alternances régulières.<br />'''Étymologie:''' [[περίοδος]].
|mltxt=-ή, -ό / [[περιοδικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[περίοδος]]<br />αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται σε [[σταθερά]] χρονικά διαστήματα, [[κατά]] περιόδους (α. «περιοδική [[λήψη]] πυρετού<br />β. «περιοδικοί κομήτες» γ. «περιοδικαὶ ὧραι»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το περιοδικό</i><br />έντυπο, [[συνήθως]] μικρότερου σχήματος από τις εφημερίδες, [[συχνά]] εικονογραφημένο, το οποίο περιλαμβάνει [[συλλογή]] διαφόρων κειμένων, όπως λ.χ. δοκίμια, άρθρα, έρευνες, [[ρεπορτάζ]], πνευματικά παιχνίδια, και εκδίδεται σε τακτά χρονικά διαστήματα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «περιοδικοί άνεμοι» — άνεμοι που πνέουν ορισμένες εποχές του έτους<br />β) «περιοδικές αντιδράσεις» <b>χημ.</b> [[κατηγορία]] χημικών αντιδράσεων [[κατά]] τη [[διάρκεια]] τών οποίων οι συγκεντρώσεις τών αντιδρώντων σωμάτων αποτελούν περιοδικές συναρτήσεις του χρόνου και [[κάποτε]] και του τόπου<br />γ) «περιοδικές κινήσεις»<br /><b>φυσ.</b> κινήσεις που επαναλαμβάνονται σε ίσα χρονικά διαστήματα, καθένα από τα οποία ονομάζεται [[περίοδος]] της κίνησης<br />δ) «περιοδικές λύσεις»<br /><b>μαθημ.</b> λύσεις διαφορικών ή ολοκληρωτικών εξισώσεων που [[είναι]] περιοδικές συναρτήσεις<br />ε) «περιοδική [[συνάρτηση]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[συνάρτηση]] μιας μεταβλητής που επαναλαμβάνει μια [[τιμή]] της όταν η μεταβλητή αυξάνεται [[κατά]] ένα [[πολλαπλάσιο]] μιας σταθερής ποσότητας<br />στ) «[[περιοδικός]] [[δεκαδικός]] [[αριθμός]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[αριθμός]] με άπειρα δεκαδικά ψηφία στον οποίο υπάρχει μια [[ομάδα]] ψηφίων τα οποία επαναλαμβάνονται [[κατά]] περίοδο [[έπειτα]] από μια ορισμένη [[θέση]], όπως λ.χ. 0.6363... ζ) «περιοδικά φαινόμενα» <b>φυσ.</b> [[φυσικά]] φαινόμενα τα οποία αρχίζουν να επαναλαμβάνονται [[κατά]] τον ίδιο ακριβώς τρόπο στο [[τέλος]] ενός σταθερού χρονικού διαστήματος<br />η) «περιοδικό [[σύστημα]] τών στοιχείων» ή «[[περιοδικός]] [[πίνακας]] τών στοιχείων»<br /><b>χημ.</b> η [[κατάταξη]] τών χημικών στοιχείων σε κάθετες και οριζόντιες στήλες ενός πίνακα με [[βάση]] τον περιοδικό νόμο, [[δηλαδή]] το [[γεγονός]] ότι εμφανίζουν περιοδικά ανάλογες ιδιότητες όταν κατατάσσονται κατ' αύξον ατομικό [[βάρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πλήρης]], [[γεμάτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «περιοδικά νοσήματα» — τα νοσήματα που εμφανίζουν κρίσεις και υφέσεις σε τακτές ημέρες, όπως [[είναι]] λ.χ. ο [[τριταίος]] και [[τεταρταίος]] [[πυρετός]]<br />β) «περιοδικά κῶλα» και «περιοδική [[συμμετρία]]» — [[λόγος]] που έχει γραφεί ή έχει εκφωνηθεί σε κανονικές περιόδους<br />γ) «περιοδικὸν [[μέτρον]]» — μετρικό [[σχήμα]] στο οποίο επαναλαμβάνονται κανονικά δάκτυλοι και σπονδείοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[περιοδικώς]] / <i>περιοδικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>περιοδικά</i> Ν<br />με [[περιοδικότητα]], σε [[σταθερά]] χρονικά διαστήματα<br /><b>αρχ.</b><br />(για ύφος λόγου) με [[συγκρότηση]] σε περιόδους.
}}
}}