συγκοπή: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkopi
|Transliteration C=sygkopi
|Beta Code=sugkoph/
|Beta Code=sugkoph/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[cutting up into small pieces]], Plu.2.912e, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1654.6</span> (ii A.D.), Sch.<span class="bibl">Luc.<span class="title">Vit.Auct.</span>19</span>; [[cutting of metal into pieces]] for coinage, <span class="title">Peripl.M.Rubr.</span>6: metaph., [[extreme conciseness]], opp. <b class="b3">συντομία, ἡ ἄγαν τῆς φράσεως σ</b>. Longin.42. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Gramm., [[syncope]], i.e. [[cutting]] a word [[short by striking out one]] or [[more letters]], <span class="bibl">A.D. <span class="title">Adv.</span>169.15</span>, al., Plu.2.1011e; κατὰ συγκοπὴν καλεῖσθαι <span class="bibl">Id.<span class="title">Rom.</span> 11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> = [[ἀποκοπή]] v, Longin.39.4. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[stoppage]], [[cutting short]], <b class="b3">ἡ τοῦ πνεύματος σ</b>. <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>15</span>; <b class="b3">αἱ σ. τῶν ἤχων</b> ib.<span class="bibl">22</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[sudden loss of strength]], [[syncope]], <span class="bibl">Aret.<span class="title">SA</span>2.3</span>, Gal.9.290, 10.837, Philagr. ap. <span class="bibl">Orib.5.21.7</span>; cf. σύγκοπος, συγκόπτω ''III''.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[cutting up into small pieces]], Plu.2.912e, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1654.6 (ii A.D.), Sch.Luc.''Vit.Auct.''19; [[cutting of metal into pieces]] for coinage, ''Peripl.M.Rubr.''6: metaph., [[extreme conciseness]], opp. <b class="b3">συντομία, ἡ ἄγαν τῆς φράσεως σ.</b> Longin.42.<br><span class="bld">2</span> Gramm., [[syncope]], i.e. [[cutting]] a word [[short by striking out one]] or [[more letters]], A.D. ''Adv.''169.15, al., Plu.2.1011e; κατὰ συγκοπὴν καλεῖσθαι Id.''Rom.'' 11.<br><span class="bld">b</span> = [[ἀποκοπή]] v, Longin.39.4.<br><span class="bld">II</span> [[stoppage]], [[cutting short]], <b class="b3">ἡ τοῦ πνεύματος σ.</b> [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''15; <b class="b3">αἱ σ. τῶν ἤχων</b> ib.22.<br><span class="bld">III</span> [[sudden loss of strength]], [[syncope]], Aret.''SA''2.3, Gal.9.290, 10.837, Philagr. ap. Orib.5.21.7; cf. [[σύγκοπος]], συγκόπτω ''III''.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] ἡ, das Verkürzen durch Abhauen, die Abkürzung, bes. bei Gramm. Ausstoßen eines Buchstaben aus der Mitte eines Wortes, Plut. Rom. 11. – Das Zusammenschlagen, -prallen, ἤχων D. Hal. C. V. 22. – Plötzliche Entkräftung des Leibes, Medic. Vgl. [[σύγκοπος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] ἡ, das Verkürzen durch Abhauen, die Abkürzung, bes. bei Gramm. Ausstoßen eines Buchstaben aus der Mitte eines Wortes, Plut. Rom. 11. – Das Zusammenschlagen, -prallen, ἤχων D. Hal. C. V. 22. – Plötzliche Entkräftung des Leibes, Medic. Vgl. [[σύγκοπος]].
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συγκοπή''': ἡ, τὸ συγκόπτειν, κόπτειν εἰς μικρὰ τεμάχια, Σχόλ. εἰς Λουκ. Βίων Πρᾶσιν 19, πρβλ. Πλούτ. 2. 912Ε· τὸ κόπτειν [[μέταλλον]] εἰς τεμάχια πρὸς ἐκτύπωσιν νομισμάτων, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 6· μεταφ., ἐσχάτη [[βραχύτης]], ἀντίθ. τῷ [[συντομία]], Λογγῖν. 42. 2) ἐν τῇ Γρααμματικῇ, ἡ συντόμευσις λέξεων διὰ τῆς ἐκκρούσεως ἑνὸς γράμματος ἢ πλειόνων ἐκ τοῦ μέσου αὐτῆς, ὡς π. χ. πατέρος πατρός, [[ἤλυθον]] ἦλθον Τρυφ. 23, Δράκ. 56, 156, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Ἐπίρρ. 550. 25, κτλ., Πλούτ. 2. 1011Ε· κατὰ συγκοπὴν καλεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ρωμ. 11· ἀλλὰ Λογγῖν. 39, = ἀποκοπὴ ΙΙ. ΙΙ. [[σύγκρουσις]], αἱ σ. τῶν ἤχων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22. ΙΙΙ. ἀθρόα τῆς δυνάμεως [[κατάπτωσις]] συνοδευομένη ὑπὸ λιποθυμίας καὶ περιψύξεως τῶν [[ἄκρων]], Ἀρετ. περὶ Ὀξ. Παθ. 2, 3, Γαλην. ΙΙ, 263, Ὀρειβ. Ι, 387, Παῦλ. Αἰγιν. 3, 34, κλπ.· ἡ τοῦ πνεύματος σ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 15· ― πρβλ. [[σύγκοπος]], [[συγκόπτω]] ΙΙΙ.
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>t. de gramm.</i> syncope, retranchement de syllabes <i>ou</i> de lettres au milieu <i>ou</i> à la fin d'un mot.<br />'''Étymologie:''' [[συγκόπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συγκοπή -ῆς, ἡ [συγκόπτω] eigenl. ‘tegen elkaar slaan’, gramm. syncope, d.w.z. het uitstoten van een of meerdere letters (in de antieke grammatica niet onderscheiden van klanken) midden in een woord:. καλεῖται κατὰ συγκοπὴν πωμήριον (dat) wordt, gesyncopeerd, pomerium genoemd (uit ‘post murum') Plut. Rom. 11.4.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ῆς () :<br /><i>t. de gramm.</i> syncope, retranchement de syllabes <i>ou</i> de lettres au milieu <i>ou</i> à la fin d’un mot.<br />'''Étymologie:''' [[συγκόπτω]].
|elrutext='''συγκοπή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[рубка]], [[сечка]], [[измельчение]] (корма) Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[синкопа]] (опущение одной или более букв): κατὰ συγκοπήν καλεῖσθαι Plut. именоваться в сокращенном (стяженном) виде (напр., ἐμβῆναι вм. ἐντὸς [[βῆναι]]).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συγκοπή:''' ἡ, [[κόψιμο]] σε μικρά κομμάτια· στη Γραμμ., το «[[φαινόμενο]]» της συγκοπής, δηλ. η [[σύντμηση]] μιας λέξης με την [[αποβολή]] ενός ή περισσοτέρων φθόγγων στο εσωτερικό της, σε Πλούτ.
|lsmtext='''συγκοπή:''' ἡ, [[κόψιμο]] σε μικρά κομμάτια· στη Γραμμ., το «[[φαινόμενο]]» της συγκοπής, δηλ. η [[σύντμηση]] μιας λέξης με την [[αποβολή]] ενός ή περισσοτέρων φθόγγων στο εσωτερικό της, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκοπή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[рубка]], [[сечка]], [[измельчение]] (корма) Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[синкопа]] (опущение одной или более букв): κατὰ συγκοπήν καλεῖσθαι Plut. именоваться в сокращенном (стяженном) виде (напр., ἐμβῆναι вм. ἐντὸς [[βῆναι]]).
|lstext='''συγκοπή''': , τὸ συγκόπτειν, κόπτειν εἰς μικρὰ τεμάχια, Σχόλ. εἰς Λουκ. Βίων Πρᾶσιν 19, πρβλ. Πλούτ. 2. 912Ε· τὸ κόπτειν [[μέταλλον]] εἰς τεμάχια πρὸς ἐκτύπωσιν νομισμάτων, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 6· μεταφ., ἐσχάτη [[βραχύτης]], ἀντίθ. τῷ [[συντομία]], Λογγῖν. 42. 2) ἐν τῇ Γρααμματικῇ, ἡ συντόμευσις λέξεων διὰ τῆς ἐκκρούσεως ἑνὸς γράμματος ἢ πλειόνων ἐκ τοῦ μέσου αὐτῆς, ὡς π. χ. πατέρος πατρός, [[ἤλυθον]] ἦλθον Τρυφ. 23, Δράκ. 56, 156, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Ἐπίρρ. 550. 25, κτλ., Πλούτ. 2. 1011Ε· κατὰ συγκοπὴν καλεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ρωμ. 11· ἀλλὰ Λογγῖν. 39, = ἀποκοπὴ ΙΙ. ΙΙ. [[σύγκρουσις]], αἱ σ. τῶν ἤχων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22. ΙΙΙ. ἀθρόα τῆς δυνάμεως [[κατάπτωσις]] συνοδευομένη ὑπὸ λιποθυμίας καὶ περιψύξεως τῶν [[ἄκρων]], Ἀρετ. περὶ Ὀξ. Παθ. 2, 3, Γαλην. ΙΙ, 263, Ὀρειβ. Ι, 387, Παῦλ. Αἰγιν. 3, 34, κλπ.· ἡ τοῦ πνεύματος σ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 15· ― πρβλ. [[σύγκοπος]], [[συγκόπτω]] ΙΙΙ.
}}
{{elnl
|elnltext=συγκοπή -ῆς, ἡ [συγκόπτω] eigenl. ‘tegen elkaar slaan’, gramm. syncope, d.w.z. het uitstoten van een of meerdere letters (in de antieke grammatica niet onderscheiden van klanken) midden in een woord:. καλεῖται κατὰ συγκοπὴν πωμήριον (dat) wordt, gesyncopeerd, pomerium genoemd (uit ‘post murum’) Plut. Rom. 11.4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συγκοπή]], ἡ,<br />a [[cutting]] [[short]]: in Gramm. [[syncope]], i. e. a [[cutting]] a [[word]] [[short]] by [[striking]] out one or [[more]] letters, Plut. [from [[συγκόπτω]]
|mdlsjtxt=[[συγκοπή]], ἡ,<br />a [[cutting]] [[short]]: in Gramm. [[syncope]], i. e. a [[cutting]] a [[word]] [[short]] by [[striking]] out one or [[more]] letters, Plut. [from [[συγκόπτω]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[συγκόπτω]] → σύν + [[κόπτω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}