3,277,649
edits
(6_8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yfairesis | |Transliteration C=yfairesis | ||
|Beta Code=u(fai/resis | |Beta Code=u(fai/resis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[taking away from under]], <b class="b3">ἰγνυῶν ὑ.</b>, in wrestling, Sopat. ap. Sch.T.Il.23.729.<br><span class="bld">2</span> [[purloining]], [[pilfering]], <b class="b3">τοῦ γραμματείου</b> from the clerks' office, Test. ap. D.45.61; ζεύγους χεροψελίων ὑ. ποιεῖσθαι ''PSI''10.1128.23 (iii A. D.), cf. Mitteis''Chr.''372 ii 8, iii 5 (ii A. D.).<br><span class="bld">3</span> [[subtraction]], ἑνός Ph.1.574; [[reduction]], τοῦ μεγέθους Diog.Oen.39; οἴνου καὶ τροφῆς Sor.1.46.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ὑφαίρεσιν ποιεῖσθαι τῶν ὑποκειμένων</b> to undertake the [[moderation]] or [[mitigation]] of... Plb.15.8.13.<br><span class="bld">III</span> in Gramm., [[omission]] of a letter, Sch. Ar. ''Av.''149, ''EM''389.6: opp. [[συγκοπή]] (which involves loss of a syllable), Hdn.Gr.2.247. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />[[action de retrancher]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑφαιρέω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>das [[darunter]] [[Wegnehmen]], das heimliche [[Wegnehmen]], Entwenden</i>, τοῦ γραμματείου, Dem. 45.61; Plut. – Aber ὑφαίρεσίν τινος ποιεῖθαι ist = <i>[[Ermäßigung]], [[Milderung]] einer [[Sache]] [[vornehmen]]</i>, Pol. 15.8.13. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑφαίρεσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[тайное отнятие]], [[лишение]] (τινος Dem.);<br /><b class="num">2</b> [[ослабление]], [[смягчение]] (τῶν ὑποκειμένων Polyb.);<br /><b class="num">3</b> грам. опущение буквы. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑφαίρεσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀφαιρεῖν [[κάτωθεν]], ἰγνύων ὑφ., ἐν τῇ πάλῃ, Σώπατ. παρὰ τῷ Σχολιαστ. Ἰλ. Ψ. 729. 1) τὸ κλέπτειν, ὑποκλέπτειν, [[ὑφαίρεσις]] τοῦ γραμματείου, ἐκ τοῦ γραφείου τοῦ γραμματέως, παρὰ Δημ. 1120. 4. ΙΙ. ὑφαίρεσίν τινος ποιεῖσθαι, ἀναλαμβάνειν τὴν τροποποίησιν ἢ μετρίασιν πράγματός τινος, Πολύβ. 15. 8, 13. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ., ἀποβολὴ γράμματος, «Λέπρεον καθ’ ὑφαίρεσιν τοῦ ι τὸ Λέπρειον εἶπεν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 149· «τὰ εἰς δος λήγοντα... εὑρίσκομεν παρ’ Ἴωσι καθ’ ὑφαίρεσιν τοῦ δ λεγόμενα» Ἐτυμ. Μ. 42, 18. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὑφαίρεσις]]· [[μείωσις]], [[στέρησις]]». | |lstext='''ὑφαίρεσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀφαιρεῖν [[κάτωθεν]], ἰγνύων ὑφ., ἐν τῇ πάλῃ, Σώπατ. παρὰ τῷ Σχολιαστ. Ἰλ. Ψ. 729. 1) τὸ κλέπτειν, ὑποκλέπτειν, [[ὑφαίρεσις]] τοῦ γραμματείου, ἐκ τοῦ γραφείου τοῦ γραμματέως, παρὰ Δημ. 1120. 4. ΙΙ. ὑφαίρεσίν τινος ποιεῖσθαι, ἀναλαμβάνειν τὴν τροποποίησιν ἢ μετρίασιν πράγματός τινος, Πολύβ. 15. 8, 13. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ., ἀποβολὴ γράμματος, «Λέπρεον καθ’ ὑφαίρεσιν τοῦ ι τὸ Λέπρειον εἶπεν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 149· «τὰ εἰς δος λήγοντα... εὑρίσκομεν παρ’ Ἴωσι καθ’ ὑφαίρεσιν τοῦ δ λεγόμενα» Ἐτυμ. Μ. 42, 18. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὑφαίρεσις]]· [[μείωσις]], [[στέρησις]]». | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑφαίρεσις:''' -εως, ἡ, [[λαθραία]] [[αφαίρεση]], [[υπεξαίρεση]], [[κλεψιά]], [[παρά]] Δημ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὑφαίρεσις]], εως,<br />a [[taking]] [[away]] from under, a purloining, ap. Dem. [from [[ὑφαιρέω]] | |||
}} | }} |