3,274,873
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=scholikos | |Transliteration C=scholikos | ||
|Beta Code=sxoliko/s | |Beta Code=sxoliko/s | ||
|Definition= | |Definition=σχολική, σχολικόν,<br><span class="bld">A</span> (σχολή ''ΙΙ'') [[scholastic]], ὑπομνήματα Ath.3.83b; παράδοσις Heliod. ap. Orib.49.8.1; [[academic]], σ. συγγυμνασία A.D.''Conj.'' 213.2; <b class="b3">σ. πλάσματα</b> [[school]] compositions, D.Chr.18.18; <b class="b3">σ. ἀγνόημα</b> an error of the (Aristarchean) [[school]], Sch.Il.2.111; <b class="b3">σχολικὸν μᾶλλον ἢ παραγγελματικόν</b>, more [[like lectures]] than a handbook, [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''22. Adv. [[σχολικῶς]] = [[after the manner of the schools]], S.E.''M.''8.13.<br><span class="bld">2</span> [[long-winded]], [[tedious]], Longin.3.5, 10.7.<br><span class="bld">3</span> [[scholarly]], Philostr.''VS'' 2.9.2 (Sup.).<br><span class="bld">II</span> [[σχολικά]], τά, = [[causae summatim excerptae]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1058.png Seite 1058]] der Schule angehörig, gemeinsam, schulmäßig, adv. σχολικῶς, πλάττεσθαι S. Emp. adv. log. 2, 13; bes. geziert, wie in den Rhetorenschulen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1058.png Seite 1058]] der Schule angehörig, gemeinsam, schulmäßig, adv. σχολικῶς, πλάττεσθαι S. Emp. adv. log. 2, 13; bes. geziert, wie in den Rhetorenschulen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σχολικός:''' [[объяснительный]]: σχολικαὶ παρασημειώσεις Praefatio ad «de Plantis» Arst. объяснительные примечания, комментарии. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό, Ν [[σχολή]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σχολείο]] και ειδικότερα στους μαθητές, ο [[μαθητικός]] (α. «σχολική [[τσάντα]]» β. «σχολική [[συγγυμνασία]]», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο [[σχολείο]] ή σε ένα μεγάλο [[σύνολο]] σχολείων (α. «σχολικό [[προαύλιο]]» β. «σχολική [[νομοθεσία]]» γ. «[[σχολικός]] [[αθλητισμός]]» δ. «σχολικό [[έτος]]» — η [[περίοδος]] τών μαθημάτων του σχολείου)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σχολικός]] [[επαγγελματικός]] [[προσανατολισμός]]» — <b>βλ.</b> [[προσανατολισμός]]<br />β) «[[σχολικός]] [[σύμβουλος]]» — [[λειτουργός]] της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ο [[οποίος]] επισκέπτεται περιοδικά τα σχολεία της περιφέρειάς του προκειμένου να βοηθήσει τους διδάσκοντες στη [[διεξαγωγή]] του μαθήματος, να επιλύσει απορίες που [[τυχόν]] γεννώνται από τη [[χρήση]] τών σχολικών βιβλίων, να ενημερωθεί για τις ελλείψεις, που [[πιθανώς]] έχει το [[σχολείο]] ή και να προτείνει λύσεις σχετικά με προβλήματα που αναφαίνονται στις σχέσεις διδασκόντων και διδασκομένων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σχολή]], στο [[σύνολο]] δηλ. τών μαθητών και τών οπαδών ενός δασκάλου όταν αυτό [[είναι]] συγκεντρωμένο στον ειδικό χώρο συνάντησής τους, ή ο [[συνήθης]] στις σχολές («σχολικὰ ὑπομνήματα», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> [[σχοινοτενής]], [[μακρός]]<br /><b>3.</b> [[φιλολογικός]]<br /><b>4.</b> [[ερμηνευτικός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «σχολικὸν [[ἀγνόημα]]» — [[σφάλμα]] σχολιαστή, ερμηνευτή αρχαίων συγγραφέων (Σχόλ. Ιλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σχολικῶς</i> Α<br />όπως γίνεται στα σχολεία. | |mltxt=-ή, -ό, Ν [[σχολή]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σχολείο]] και ειδικότερα στους μαθητές, ο [[μαθητικός]] (α. «σχολική [[τσάντα]]» β. «σχολική [[συγγυμνασία]]», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο [[σχολείο]] ή σε ένα μεγάλο [[σύνολο]] σχολείων (α. «σχολικό [[προαύλιο]]» β. «σχολική [[νομοθεσία]]» γ. «[[σχολικός]] [[αθλητισμός]]» δ. «σχολικό [[έτος]]» — η [[περίοδος]] τών μαθημάτων του σχολείου)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σχολικός]] [[επαγγελματικός]] [[προσανατολισμός]]» — <b>βλ.</b> [[προσανατολισμός]]<br />β) «[[σχολικός]] [[σύμβουλος]]» — [[λειτουργός]] της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ο [[οποίος]] επισκέπτεται περιοδικά τα σχολεία της περιφέρειάς του προκειμένου να βοηθήσει τους διδάσκοντες στη [[διεξαγωγή]] του μαθήματος, να επιλύσει απορίες που [[τυχόν]] γεννώνται από τη [[χρήση]] τών σχολικών βιβλίων, να ενημερωθεί για τις ελλείψεις, που [[πιθανώς]] έχει το [[σχολείο]] ή και να προτείνει λύσεις σχετικά με προβλήματα που αναφαίνονται στις σχέσεις διδασκόντων και διδασκομένων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σχολή]], στο [[σύνολο]] δηλ. τών μαθητών και τών οπαδών ενός δασκάλου όταν αυτό [[είναι]] συγκεντρωμένο στον ειδικό χώρο συνάντησής τους, ή ο [[συνήθης]] στις σχολές («σχολικὰ ὑπομνήματα», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> [[σχοινοτενής]], [[μακρός]]<br /><b>3.</b> [[φιλολογικός]]<br /><b>4.</b> [[ερμηνευτικός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «σχολικὸν [[ἀγνόημα]]» — [[σφάλμα]] σχολιαστή, ερμηνευτή αρχαίων συγγραφέων (Σχόλ. Ιλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σχολικῶς</i> Α<br />όπως γίνεται στα σχολεία. | ||
}} | }} |