κύαθος: Difference between revisions

678 bytes removed ,  25 August 2023
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyathos
|Transliteration C=kyathos
|Beta Code=ku/aqos
|Beta Code=ku/aqos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[ladle]], for drawing wine out of the [[κρατήρ]], <span class="bibl">Anacr.63.5</span>, <span class="bibl">Pl.Com.176</span>, <span class="bibl">Archipp. 21</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.3.9</span>, <span class="bibl"><span class="title">PEleph.</span>5.3</span> (iii B.C.), etc.; cold metal ladles were applied to bruises, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>890b7</span>; <b class="b3">κύαθον αἰτήσεις τάχα</b> you'll need a [[ladle]] shortly (from being so soundly beaten), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>444</span>; ὑπωπιασμέναι… καὶ κυάθους προσκείμεναι = with ladles applied, <span class="bibl">Id.<span class="title">Pax</span> 542</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>374</span>, <span class="bibl">Apolloph.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[Attic]] [[measure]] holding [[two]] [[κόγχη|κόγχαι]] or [[four]] [[μύστρον|μύστρα]], about <span class="bibl">1</span>/<span class="bibl">12</span> of a [[pint]], Gal.19.753, cf. 10.516. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> [[κύαθοι κλειδῶν ἀνεστηκότες]] = [[filled-out hollows round the collarbones]], <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Gym.</span>48</span>.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[ladle]], for drawing wine out of the [[κρατήρ]], Anacr.63.5, Pl.Com.176, Archipp. 21, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.3.9, ''PEleph.''5.3 (iii B.C.), etc.; cold metal ladles were applied to bruises, Arist.''Pr.''890b7; <b class="b3">κύαθον αἰτήσεις τάχα</b> you'll need a [[ladle]] shortly (from being so soundly beaten), Ar.''Lys.''444; ὑπωπιασμέναι… καὶ κυάθους προσκείμεναι = with ladles applied, Id.''Pax'' 542, cf. E.''Fr.''374, Apolloph.3.<br><span class="bld">II</span> [[Attic]] [[measure]] holding [[two]] [[κόγχη|κόγχαι]] or [[four]] [[μύστρον|μύστρα]], about ''1''/12 of a [[pint]], Gal.19.753, cf. 10.516.<br><span class="bld">III</span> [[κύαθοι κλειδῶν ἀνεστηκότες]] = [[filled-out hollows round the collarbones]], Philostr.''Gym.''48.
}}
}}
[[File:Kyathos Dionysos Louvre CA3309.jpg|thumb|A kyathos]]
[[File:Kyathos Dionysos Louvre CA3309.jpg|thumb|A kyathos]]
Line 14: Line 14:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1520.png Seite 1520]] ὁ, eigtl. das Hohle (κύω, [[κύτος]]), der [[Becher]], von Ath. X, 424 a [[ἀντλητήρ]] erkl., wo viele Beispiele aus den comic. beigebracht sind; Xen. Cyr. 1, 3, 9 u. A. – Als [[Maaß]] für flüssige und trockene Dinge, zwei κόχχαι u. vier μύστραι haltend, Galen. – Auch = [[Schröpfkopf]], denn man nahm eherne Becher zum Schröpfen; κυάθους αἰτήσεις [[τάχα]], du wirst bald Schröpfköpfe fordern, d. i. du sollst so durchgebläu't werden, daß du dich schröpfen lassen mußt, Ar. Lys. 444, vgl. Pax 541 u. Ath. X.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1520.png Seite 1520]] ὁ, eigtl. das Hohle (κύω, [[κύτος]]), der [[Becher]], von Ath. X, 424 a [[ἀντλητήρ]] erkl., wo viele Beispiele aus den comic. beigebracht sind; Xen. Cyr. 1, 3, 9 u. A. – Als [[Maaß]] für flüssige und trockene Dinge, zwei κόχχαι u. vier μύστραι haltend, Galen. – Auch = [[Schröpfkopf]], denn man nahm eherne Becher zum Schröpfen; κυάθους αἰτήσεις [[τάχα]], du wirst bald Schröpfköpfe fordern, d. i. du sollst so durchgebläu't werden, daß du dich schröpfen lassen mußt, Ar. Lys. 444, vgl. Pax 541 u. Ath. X.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κύᾰθος''': , (ἴδε [[κυέω]]) [[ποτήριον]], δι’ οὗ ἤντλουν [[οἶνον]] τοῦ κρατῆρος, Λατ. cyathus, Ἀνακρ. 62. 5, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 13, πρβλ. παρ’ Ἀθην. 424Α, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9, Ὁρατ. ᾨδ. 3. 19, 14. ΙΙ. Ἀττικόν τι [[μέτρον]] χωροῦν δύο κόγχας ἢ τέσσαρα μύστρα, περὶ τὸ ¼ τῆς λίτρας, Γαλην. 13. 977 κἑξ.. ΙΙΙ. [[σικύα]] πρὸς ἀφαίμαξιν, «βεντοῦζα» (μετεχειρίζοντο δὲ ἐξ ἀρχῆς χαλκίνας σικύας), Ἀριστ. Προβλ. 9. 9 κἑξ.· κυάθους αἰτήσεις [[τάχα]], θὰ ἔχῃς ἀνάγκην σικυῶν ἐντὸς ὀλίγου ([[ἕνεκα]] τοῦ πολλοῦ δαρμοῦ, «θὰ σοῦ χρειασθοῦν γλήγορα βεντοῦζες διὰ τὸ καλὸ ξύλο ποῦ ἔφαγες»), Ἀριστοφ. Λυσ. 444· ὑπωπιασμέναι... καὶ κυάθοις προσκείμεναι ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 542· πρβλ. [[σικύα]] ΙΙ. IV. τὸ κοῖλον τῆς χειρός, Νικόλ. Σμυρν. ἐν Schneid. Ecl. Ph. 1. 478.
|btext=ου;<br /><b>I.</b> () <b>1</b> [[vase pour puiser]];<br /><b>2</b> [[sorte de coupe]], [[tasse]];<br /><b>3</b> mesure de 2 κόγχαι <i>ou</i> de 4 μύστρα pour liquides et solides;<br /><b>4</b> [[ventouse de médecin]];<br /><b>II.</b> (ἡ) creux de la main.<br />'''Étymologie:''' R. Κυ, être enflé, être arrondi ; cf. [[κυέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κύαθος -ου, ὁ [κύαρ] (maat)beker; om wijn mee te scheppen:; ἀρύσαντες τῷ κυάθῳ na geschept te hebben met de beker Xen. Cyr. 1.3.9; geneesk. kop (van metaal om op een kneuzing aan te brengen):; κύαθον αἰτήσεις τάχα je zult snel om een kop vragen (om de pijn te stillen) Aristoph. Lys. 444; als maat eenheid:. κύαθον εἰρήνης ἕνα een enkel bekertje vrede Aristoph. Ach. 1053.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ου;<br /><b>I.</b> (ὁ) <b>1</b> vase pour puiser;<br /><b>2</b> sorte de coupe, tasse;<br /><b>3</b> mesure de 2 κόγχαι <i>ou</i> de 4 μύστρα pour liquides et solides;<br /><b>4</b> ventouse de médecin;<br /><b>II.</b> (ἡ) creux de la main.<br />'''Étymologie:''' R. Κυ, être enflé, être arrondi ; cf. [[κυέω]].
|elrutext='''κύᾰθος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[чашка]], [[ковш]], [[кружка]], Xen., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[медицинская банка]] Arph., Arst.;<br /><b class="num">3</b> [[киат]] (мера жидкостей и сыпучих тел, равная 2 κόγχαι или 4 μύστρα, т. е. 0.0456 л) Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κύαθος]])<br />[[κάθε]] μικρή [[κοιλότητα]], όπως τών ανθέων, που μοιάζει με μικρό [[ποτήρι]], με [[κύπελλο]] («κύαθοι κλειδῶν ἀνεστηκότες» — κοιλότητες [[γύρω]] από τις κλείδες του ώμου, Φιλόστρ.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κύπελλο]] για θερμά ποτά, [[κούπα]], [[φλιτζάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγγείο]] με το οποίο αντλούσαν [[κρασί]] από τον κρατήρα και έχυναν στα κύπελλα («ἀρύσαντες ἀπ' αὐτῆς τῷ κυάθω εἰς τὴν ἀριστεραν χεῑρα ἐγχεάμενοι καταρροφοῡσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[αττικό]] [[μέτρο]] χωρητικότητας υγρών που περιλάμβανε δύο κόγχες ή [[τέσσερα]] μύστρα και ισοδυναμούσε με 0, 045 [[περίπου]] του λίτρου<br /><b>3.</b> χάλκινη [[βεντούζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[κύαρ]] «[[κοιλότητα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και [[κύαμος]]) και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>θoς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γυργα</i>-<i>θός</i>, <i>λήκυ</i>-<i>θος</i>), ενώ, κατ' άλλους, ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]]. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>cyathus</i>].
|mltxt=ο (AM [[κύαθος]])<br />[[κάθε]] μικρή [[κοιλότητα]], όπως τών ανθέων, που μοιάζει με μικρό [[ποτήρι]], με [[κύπελλο]] («κύαθοι κλειδῶν ἀνεστηκότες» — κοιλότητες [[γύρω]] από τις κλείδες του ώμου, Φιλόστρ.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κύπελλο]] για θερμά ποτά, [[κούπα]], [[φλιτζάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγγείο]] με το οποίο αντλούσαν [[κρασί]] από τον κρατήρα και έχυναν στα κύπελλα («ἀρύσαντες ἀπ' αὐτῆς τῷ κυάθω εἰς τὴν ἀριστεραν χεῖρα ἐγχεάμενοι καταρροφοῦσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[αττικό]] [[μέτρο]] χωρητικότητας υγρών που περιλάμβανε δύο κόγχες ή [[τέσσερα]] μύστρα και ισοδυναμούσε με 0, 045 [[περίπου]] του λίτρου<br /><b>3.</b> χάλκινη [[βεντούζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[κύαρ]] «[[κοιλότητα]]» ([[πρβλ]]. και [[κύαμος]]) και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>θoς</i> ([[πρβλ]]. [[γυργαθός]], [[λήκυθος]]), ενώ, κατ' άλλους, ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]]. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>cyathus</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κύᾰθος:''' ὁ ([[κύω]]),<br /><b class="num">I.</b> κύπελο για την [[άντληση]] κρασιού από τον <i>κρατήρα</i> ή τη [[γαβάθα]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[βεντούζα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κύᾰθος:''' ὁ ([[κύω]]),<br /><b class="num">I.</b> κύπελο για την [[άντληση]] κρασιού από τον <i>κρατήρα</i> ή τη [[γαβάθα]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[βεντούζα]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κύᾰθος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> чашка, ковш, кружка Xen., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> медицинская банка Arph., Arst.;<br /><b class="num">3)</b> киат (мера жидкостей и сыпучих тел, равная 2 κόγχαι или 4 μύστρα, т. е. 0.0456 л) Plut.
|lstext='''κύᾰθος''': , (ἴδε [[κυέω]]) [[ποτήριον]], δι’ οὗ ἤντλουν [[οἶνον]] τοῦ κρατῆρος, Λατ. cyathus, Ἀνακρ. 62. 5, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 13, πρβλ. παρ’ Ἀθην. 424Α, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9, Ὁρατ. ᾨδ. 3. 19, 14. ΙΙ. Ἀττικόν τι [[μέτρον]] χωροῦν δύο κόγχας ἢ τέσσαρα μύστρα, περὶ τὸ ¼ τῆς λίτρας, Γαλην. 13. 977 κἑξ.. ΙΙΙ. [[σικύα]] πρὸς ἀφαίμαξιν, «βεντοῦζα» (μετεχειρίζοντο δὲ ἐξ ἀρχῆς χαλκίνας σικύας), Ἀριστ. Προβλ. 9. 9 κἑξ.· κυάθους αἰτήσεις [[τάχα]], θὰ ἔχῃς ἀνάγκην σικυῶν ἐντὸς ὀλίγου ([[ἕνεκα]] τοῦ πολλοῦ δαρμοῦ, «θὰ σοῦ χρειασθοῦν γλήγορα βεντοῦζες διὰ τὸ καλὸ ξύλο ποῦ ἔφαγες»), Ἀριστοφ. Λυσ. 444· ὑπωπιασμέναι... καὶ κυάθοις προσκείμεναι ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 542· πρβλ. [[σικύα]] ΙΙ. IV. τὸ κοῖλον τῆς χειρός, Νικόλ. Σμυρν. ἐν Schneid. Ecl. Ph. 1. 478.
}}
{{elnl
|elnltext=κύαθος -ου, ὁ [κύαρ] (maat)beker; om wijn mee te scheppen:; ἀρύσαντες τῷ κυάθῳ na geschept te hebben met de beker Xen. Cyr. 1.3.9; geneesk. kop (van metaal om op een kneuzing aan te brengen):; κύαθον αἰτήσεις τάχα je zult snel om een kop vragen (om de pijn te stillen) Aristoph. Lys. 444; als maat eenheid:. κύαθον εἰρήνης ἕνα een enkel bekertje vrede Aristoph. Ach. 1053.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[ladle for drawing wine]] (IA.).<br />Derivatives: Diminut. <b class="b3">κυάθ-ιον</b> (Pherecr.), <b class="b3">-ίς</b> (Sophr.), <b class="b3">-ίσκος</b> (medic.); <b class="b3">κυαθ-ώδης</b> <b class="b2">k.-like</b> (Eratosth.), <b class="b3">-ιαῖος</b> <b class="b2">measuring a κ.</b> (Arist. -comm.), <b class="b3">-ότης</b> [[the idea κύαθος]] (Pl.; cf. Scheller Oxytonierung 29 n. 3), <b class="b3">-ίζω</b> <b class="b2">scoop with a κ.</b> (com., Plb.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: For the ending cf. <b class="b3">λήκυθος</b>, <b class="b3">γυργαθός</b> a. o. (Chantraine Formation 367, Schwyzer 511); usu. connected with <b class="b3">κύαρ</b> (against this Chantraine l.c., but accepted again in DELG); cf. on <b class="b3">κύαμος</b>. Wrong Pisani Ist. Lomb. 73, 529 (Skt. <b class="b2">kávandha-</b>'barrel)'. Lat. LW [loanword] [[cyathus]] (Plaut.). - Szemerényi, Gnomon 43 (1971) compares Ugar. <b class="b2">qb`t</b> , Hebr. <b class="b2">qubba`at</b> [[cup]]. Clearly a Pre-Greek word (cf. DELG); Fur. 237 compares <b class="b3">κόβαθος</b> [[a vessel]], and <b class="b3">κύβεθρον</b> [[beehive]](?). The sequence <b class="b3">-υα-</b> is typcical of [[foreign]] words.
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[ladle for drawing wine]] (IA.).<br />Derivatives: Diminut. <b class="b3">κυάθ-ιον</b> (Pherecr.), <b class="b3">-ίς</b> (Sophr.), <b class="b3">-ίσκος</b> (medic.); <b class="b3">κυαθ-ώδης</b> <b class="b2">k.-like</b> (Eratosth.), <b class="b3">-ιαῖος</b> <b class="b2">measuring a κ.</b> (Arist. -comm.), <b class="b3">-ότης</b> [[the idea κύαθος]] (Pl.; cf. Scheller Oxytonierung 29 n. 3), <b class="b3">-ίζω</b> <b class="b2">scoop with a κ.</b> (com., Plb.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: For the ending cf. [[λήκυθος]], [[γυργαθός]] a. o. (Chantraine Formation 367, Schwyzer 511); usually connected with [[κύαρ]] (against this Chantraine [[l.c.]], but accepted again in DELG); cf. on [[κύαμος]]. Wrong Pisani Ist. Lomb. 73, 529 (Skt. <b class="b2">kávandha-</b>'barrel)'. Lat. LW [loanword] [[cyathus]] (Plaut.). - Szemerényi, Gnomon 43 (1971) compares Ugar. <b class="b2">qb`t</b>, Hebr. <b class="b2">qubba`at</b> [[cup]]. Clearly a Pre-Greek word (cf. DELG); Fur. 237 compares [[κόβαθος]] [[a vessel]], and [[κύβεθρον]] [[beehive]](?). The sequence <b class="b3">-υα-</b> is typcical of [[foreign]] words.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 39: Line 39:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''κύαθος''': {kúathos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Schöpfgefäß]], [[Hohlmaß]] (ion. att.).<br />'''Derivative''': Deminutiva [[κυάθιον]] (Pherekr. u. a.), -ίς (Sophr.), -ίσκος (Mediz.); ferner [[κυαθώδης]] ‘k.-ähnlich’ (Eratosth.), -ιαῖος ‘einen κ. messend’ (Arist. -Komm.), -ότης [[der Begriff [[κύαθος]] (Pl.; vgl. Scheller Oxytonierung 29 A. 3), -ίζω ‘mit em κ. schöpfen’ (Kom., Plb.).<br />'''Etymology''' : Zu [[λήκυθος]], [[γυργαθός]] u. a. im Ausgang stimmend (Chantraine Formation 367, Schwyzer 511), gewöhnlich zu [[κύαρ]] u. Verw. gezogen (dagegen Chantraine a.a.O.); vgl. zu [[κύαμος]]. —Nicht mit Pisani Ist. Lomb. 73, 529 mit aind. ''kávandha''-’Tonne’ identisch (vgl. Mayrhofer Wb. s. ''kábandhaḥ''<sup>1</sup>). Lat. LW ''cyathus'' (seit Plaut.).<br />'''Page''' 2,36
|ftr='''κύαθος''': {kúathos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Schöpfgefäß]], [[Hohlmaß]] (ion. att.).<br />'''Derivative''': Deminutiva [[κυάθιον]] (Pherekr. u. a.), -ίς (Sophr.), -ίσκος (Mediz.); ferner [[κυαθώδης]] ‘k.-ähnlich’ (Eratosth.), -ιαῖος ‘einen κ. messend' (Arist. -Komm.), -ότης [[der Begriff [[κύαθος]] (Pl.; vgl. Scheller Oxytonierung 29 A. 3), -ίζω ‘mit em κ. schöpfen’ (Kom., Plb.).<br />'''Etymology''': Zu [[λήκυθος]], [[γυργαθός]] u. a. im Ausgang stimmend (Chantraine Formation 367, Schwyzer 511), gewöhnlich zu [[κύαρ]] u. Verw. gezogen (dagegen Chantraine a.a.O.); vgl. zu [[κύαμος]]. —Nicht mit Pisani Ist. Lomb. 73, 529 mit aind. ''kávandha''-’Tonne’ identisch (vgl. Mayrhofer Wb. s. ''kábandhaḥ''<sup>1</sup>). Lat. LW ''cyathus'' (seit Plaut.).<br />'''Page''' 2,36
}}
{{wkpen
|wketx=Kyathos (Ancient Greek: κύαθος, kúathos) is the name given in modern terminology to a type of painted ancient Greek vase with a tall, round, slightly tapering bowl and a single, flat, long, looping handle. Its closest modern parallel would be a ladle.
}}
}}
==Wikipedia EN==
Kyathos (Ancient Greek: κύαθος, kúathos) is the name given in modern terminology to a type of painted ancient Greek vase with a tall, round, slightly tapering bowl and a single, flat, long, looping handle. Its closest modern parallel would be a ladle.
==Wikipedia IT==
==Wikipedia IT==
Il kyathos (greco antico - mestolone; pl. kyathoi) è il nome dato nella moderna terminologia ad un antico vaso greco dipinto dotato di una cavità alta, rotonda, lievemente affusolata e un singolo manico ad anello, lungo e piatto. Un parallelo moderno potrebbe essere il mestolo, il kyathos infatti veniva usato come attingitoio. I primi esempi conosciuti sono stati prodotti verso il 530 a.C. nella bottega di Nikosthenes sull'esempio di forme simili in bucchero etrusco e forse da originali in bronzo, come sembra suggerire il manico, decisamente incongruo rispetto alle normali forme di terracotta. Lo si trova ancora nella prima metà del V secolo a.C. divenendo molto raro nel periodo successivo e restando tipico del periodo maturo e tardo delle figure nere.
Il kyathos (greco antico - mestolone; pl. kyathoi) è il nome dato nella moderna terminologia ad un antico vaso greco dipinto dotato di una cavità alta, rotonda, lievemente affusolata e un singolo manico ad anello, lungo e piatto. Un parallelo moderno potrebbe essere il mestolo, il kyathos infatti veniva usato come attingitoio. I primi esempi conosciuti sono stati prodotti verso il 530 a.C. nella bottega di Nikosthenes sull'esempio di forme simili in bucchero etrusco e forse da originali in bronzo, come sembra suggerire il manico, decisamente incongruo rispetto alle normali forme di terracotta. Lo si trova ancora nella prima metà del V secolo a.C. divenendo molto raro nel periodo successivo e restando tipico del periodo maturo e tardo delle figure nere.