περιορίζω: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periorizo
|Transliteration C=periorizo
|Beta Code=periori/zw
|Beta Code=periori/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mark by boundaries : set a limit</b>, <b class="b3">μέχρις οὗ δεῖ ἔχειν</b> . . Plu.2.226d; <b class="b3">ἄνευ τοῦ περιορίζοντος</b> without <b class="b2">any boundary</b>, ib.719e :—Pass., ἡγεμονία τῷ Ὠκεανῷ περιορισθεῖσα <span class="bibl">Id.<span class="title">Caes.</span>58</span> ; τούτῳ διαστήματι περιωρίσθω <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span> 37</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span>. <b class="b2">draw up the description of the boundaries of</b> a property, π. τὴν χώραν <span class="title">OGI</span>225.30 (Didyma, iii B. C.):—Pass., ἀπὸ τῶν περιωρισμένων τόπων <span class="title">SIG</span>1231.9(Nicomedia, iii/iv A. D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">banish</b>, Lat. <b class="b2">deportare</b>, ἐν νήσῳ-ορισθείς <span class="bibl">D.C.76.5</span>, cf. <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>42.3</span><span class="title">Intr.</span> (Pass.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">dislocate</b>, <span class="bibl">Apollon.Cit.1</span> (Pass.).</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> mark by boundaries: set a limit, <b class="b3">μέχρις οὗ δεῖ ἔχειν</b>Plu.2.226d; <b class="b3">ἄνευ τοῦ περιορίζοντος</b> without [[any boundary]], ib.719e:—Pass., ἡγεμονία τῷ Ὠκεανῷ περιορισθεῖσα Id.''Caes.''58; τούτῳ διαστήματι περιωρίσθω Luc.''Salt.'' 37.<br><span class="bld">2</span>. [[draw up the description of the boundaries of]] a property, π. τὴν χώραν ''OGI''225.30 (Didyma, iii B. C.):—Pass., ἀπὸ τῶν περιωρισμένων τόπων ''SIG''1231.9(Nicomedia, iii/iv A. D.).<br><span class="bld">II</span> [[banish]], Lat. [[deportare]], ἐν νήσῳ-ορισθείς D.C.76.5, cf. Just.''Nov.''42.3''Intr.'' (Pass.).<br><span class="bld">2</span> [[dislocate]], Apollon.Cit.1 (Pass.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0585.png Seite 585]] rings umgränzen, Plut. Caes. 58; genau bestimmen, erklären, Sp.; τούτῳ διαστήμα τι περιωρίσθω ἡ τοῦ ὀρχηστοῦ [[πολυμάθεια]], Luc. de salt. 37.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0585.png Seite 585]] rings umgränzen, Plut. Caes. 58; genau bestimmen, erklären, Sp.; τούτῳ διαστήμα τι περιωρίσθω ἡ τοῦ ὀρχηστοῦ [[πολυμάθεια]], Luc. de salt. 37.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[circonscrire]] ; définir avec soin, préciser;<br /><b>2</b> [[reléguer]], [[déporter]], [[bannir]].<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ὁρίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=περι-ορίζω rondom begrenzen, afbakenen.
}}
{{elru
|elrutext='''περιορίζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[обозначать границы]], [[устанавливать пределы]], [[определять]] ([[γεωμετρικῶς]] τι Plut.): τὰ τείχη π. Plut. прокладывать (проводить) линию для (городских) стен;<br /><b class="num">2</b> [[окружать]] ([[πανταχόθεν]] Ὠκεανῷ περιορισθείς Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιορίζω''': [[περικλείω]] ἐντὸς ὁρίων, ὁροθετῶ, μέχρις οὗ δεῖ ἔχειν .. Πλούτ. 2. 226C· [[ἄνευ]] τοῦ περιορίζοντος, [[ἄνευ]] ὁρίου τινός, [[αὐτόθι]] 719Ε. - Παθ., [[ἡγεμονία]] τῷ Ὠκεανῷ περιορισθεῖσα ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 58· τούτῳ διαστήματι περιωρίσθω Λουκ. π. Ὀρχ. 37· ἐκ τῶν περιωρισμένων τόπων Συλλ. Ἐπιγρ. 3777. 9. ΙΙ. [[ἐξορίζω]], πρβλ. [[περιωθέω]].
|lstext='''περιορίζω''': [[περικλείω]] ἐντὸς ὁρίων, ὁροθετῶ, μέχρις οὗ δεῖ ἔχειν .. Πλούτ. 2. 226C· [[ἄνευ]] τοῦ περιορίζοντος, [[ἄνευ]] ὁρίου τινός, [[αὐτόθι]] 719Ε. - Παθ., [[ἡγεμονία]] τῷ Ὠκεανῷ περιορισθεῖσα ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 58· τούτῳ διαστήματι περιωρίσθω Λουκ. π. Ὀρχ. 37· ἐκ τῶν περιωρισμένων τόπων Συλλ. Ἐπιγρ. 3777. 9. ΙΙ. [[ἐξορίζω]], πρβλ. [[περιωθέω]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> circonscrire ; définir avec soin, préciser;<br /><b>2</b> reléguer, déporter, bannir.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ὁρίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[ορίζω]]<br /><b>1.</b> [[θέτω]] όρια [[γύρω]] από [[κάτι]], [[περικλείω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε όρια (α. «περιορίζεται σε φραγμένο χώρο» β. «[[ἄνευ]] τοῡ περιορίζοντος» — [[χωρίς]] όριο, [[χωρίς]] [[σύνορο]], <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θέτω]] όρια, [[βάζω]] φραγμούς σε [[κάτι]], [[μετριάζω]] (α. «[[περιορίζω]] τα έξοδά μου» β. «ὀρέξεις αὐταρκείᾳ περιορίζονται», Κλημ.)<br /><b>3.</b> [[επιβάλλω]] σε κάποιον να μείνει σε έναν χώρο, του [[απαγορεύω]] τις μετακινήσεις (α. «τήν περιόρισαν σε [[μοναστήρι]]» β. «ἐν νήσῳ περιορισθείς», Δίων Κάσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκρατώ]] κάποιον για να μην παρεκτρέπεται («έχει τα [[παιδιά]] του περιορισμένα»)<br /><b>2.</b> αρκούμαι («περιορίστηκε σε απλή [[διαμαρτυρία]]»)<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] [[έξαλλος]] από [[χαρά]] ή από [[λύπη]] («όλοι περιωριστήκασι με τση χαράς τη [[ζάλη]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιορίζομαι</i><br />(για [[θηρίο]]) συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι («περιορίζεται, πετιέται, αίμ' ανθρώπινο ζητά», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>5.</b> (μτχ. μέσ. παρακμ.) <i>περιορισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τον [[μέσο]] όρο, από το κοινό [[μέτρο]] (α. «περιορισμένες δυνατότητες» β. «περιορισμένη [[αντίληψη]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συντέμνω]], [[συμπυκνώνω]] («χιλίων γὰρ ἐτῶν περιοριζομένων εἰς μίαν ἡμέραν ἐν ὀφθαλμοῑς θεοῡ», Μεθόδ.)<br /><b>2.</b> [[ορίζω]], [[καθορίζω]] («τῇ εὐπορίᾳ τοῡ ἄρτου τὴν ζωὴν περιορίζεται», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>3.</b> [[περιγράφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <b>ιατρ.</b> εξαρθρώνομαι.
|mltxt=ΝΜΑ [[ορίζω]]<br /><b>1.</b> [[θέτω]] όρια [[γύρω]] από [[κάτι]], [[περικλείω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε όρια (α. «περιορίζεται σε φραγμένο χώρο» β. «[[ἄνευ]] τοῦ περιορίζοντος» — [[χωρίς]] όριο, [[χωρίς]] [[σύνορο]], <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θέτω]] όρια, [[βάζω]] φραγμούς σε [[κάτι]], [[μετριάζω]] (α. «[[περιορίζω]] τα έξοδά μου» β. «ὀρέξεις αὐταρκείᾳ περιορίζονται», Κλημ.)<br /><b>3.</b> [[επιβάλλω]] σε κάποιον να μείνει σε έναν χώρο, του [[απαγορεύω]] τις μετακινήσεις (α. «τήν περιόρισαν σε [[μοναστήρι]]» β. «ἐν νήσῳ περιορισθείς», Δίων Κάσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκρατώ]] κάποιον για να μην παρεκτρέπεται («έχει τα [[παιδιά]] του περιορισμένα»)<br /><b>2.</b> αρκούμαι («περιορίστηκε σε απλή [[διαμαρτυρία]]»)<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] [[έξαλλος]] από [[χαρά]] ή από [[λύπη]] («όλοι περιωριστήκασι με τση χαράς τη [[ζάλη]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιορίζομαι</i><br />(για [[θηρίο]]) συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι («περιορίζεται, πετιέται, αίμ' ανθρώπινο ζητά», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>5.</b> (μτχ. μέσ. παρακμ.) <i>περιορισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τον [[μέσο]] όρο, από το κοινό [[μέτρο]] (α. «περιορισμένες δυνατότητες» β. «περιορισμένη [[αντίληψη]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συντέμνω]], [[συμπυκνώνω]] («χιλίων γὰρ ἐτῶν περιοριζομένων εἰς μίαν ἡμέραν ἐν ὀφθαλμοῖς θεοῦ», Μεθόδ.)<br /><b>2.</b> [[ορίζω]], [[καθορίζω]] («τῇ εὐπορίᾳ τοῦ ἄρτου τὴν ζωὴν περιορίζεται», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>3.</b> [[περιγράφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <b>ιατρ.</b> εξαρθρώνομαι.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιορίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[περικλείω]] όρια, [[οριοθετώ]], [[περιορίζω]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''περιορίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[περικλείω]] όρια, [[οριοθετώ]], [[περιορίζω]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=περι-ορίζω rondom begrenzen, afbakenen.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[mark]] by boundaries, Plut.
}}
}}