3,277,172
edits
(6_5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataviazo | |Transliteration C=kataviazo | ||
|Beta Code=katabia/zw | |Beta Code=katabia/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[subdue by force]], Anon.Hist.(''FGrH''160) ''Fr.''1 i 2 (iii B. C.); τὴν ψυχήν Ph.1.685:—more freq. in Med., [[constrain]], καταβιάσασθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλούς Th.4.123; τὴν πόλιν App.''BC''2.28, cf. Eun.''Hist.''p.259 D.; Χάρισι τὴν δόξαν Plu.2.385e; <b class="b3">τὰ πράγματα πρὸς τὰς ὑποθέσεις ὁμολογεῖν μὴ πεφυκότα κ.</b> ib.75f.<br><span class="bld">2</span> [[contend]], [[strive to show]], ὢν εὐνοῦχος ἀνὴρ εἶναι κατεβιάζετο Eun.''Hist.''p.256 D.<br><span class="bld">II</span> Pass., to [[be forced]], Plu.''Thes.''11, Id.2.639f; ([[νούσημα]]) <b class="b3">ἤδη ὑπὸ Χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον</b>, of a [[chronic]] disease, Hp.''Morb. Sacr.''2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[forcer]], [[contraindre]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βιάζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταβιάζω''': βιαίως [[ὑποτάσσω]], Φίλων 1. 685: -βέλτιον ὡς ἀποθ., [[βιάζω]], παραβιάζω, [[ἀναγκάζω]], καταβιάσασθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλοὺς Θουκ. 4. 123, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 28· δυνάμει καὶ φίλοις καὶ χάριτι καταβιαζόμενοι Πλούτ. 2. 385E. ΙΙ. Παθ., ἀναγκάζομαι, καταβιάζεται ὑπ’ ἐκείνου ὁ αὐτ. ἐν Θησ. 11, πρβλ. Wyttenb. 2. 639F· μετ’ ἀπαρ., πράγματα ὁμολογεῖν μὴ πεφυκότα καταβιαζόμενοι Πλούτ. 2. 75F, Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Εὐτρόπιος· [[νούσημα]] ἢδη ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον, ἐπὶ χρονίου νοσήματος, Ἱππ. 303. 46. | |lstext='''καταβιάζω''': βιαίως [[ὑποτάσσω]], Φίλων 1. 685: -βέλτιον ὡς ἀποθ., [[βιάζω]], παραβιάζω, [[ἀναγκάζω]], καταβιάσασθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλοὺς Θουκ. 4. 123, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 28· δυνάμει καὶ φίλοις καὶ χάριτι καταβιαζόμενοι Πλούτ. 2. 385E. ΙΙ. Παθ., ἀναγκάζομαι, καταβιάζεται ὑπ’ ἐκείνου ὁ αὐτ. ἐν Θησ. 11, πρβλ. Wyttenb. 2. 639F· μετ’ ἀπαρ., πράγματα ὁμολογεῖν μὴ πεφυκότα καταβιαζόμενοι Πλούτ. 2. 75F, Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Εὐτρόπιος· [[νούσημα]] ἢδη ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον, ἐπὶ χρονίου νοσήματος, Ἱππ. 303. 46. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταβιάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[υποτάσσω]] βίαια<br /><b>2.</b> [[αναγκάζω]], [[παραβιάζω]]<br /><b>3.</b> [[αγωνίζομαι]], [[προσπαθώ]] να αποδείξω<br /><b>4.</b> (το ουδ. της μτχ. παθ. παρακμ.) <i>καταβεβιασμένον</i><br />(για χρόνιο [[νόσημα]]) αυτό που έχει χειροτερέψει από τον χρόνο, που έχει καταστεί ανίατο («ἰητὸν [[εἶναι]]... [[ὅταν]] μὴ ἤδη ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον ἔῃ», Ιπποκρ.). | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-βιάζω meestal med. (be)dwingen, overweldigen:; καταβιασάσθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλούς de meerderheid tegen haar zin hun wil opleggen Thuc. 4.123.2; geneesk.: νόσημα... ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον een ziekte die door de lange duur overweldigend is geworden Hp. MS 5. | |||
}} | }} |