3,273,408
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paragogos | |Transliteration C=paragogos | ||
|Beta Code=paragwgo/s | |Beta Code=paragwgo/s | ||
|Definition= | |Definition=παραγωγόν,<br><span class="bld">A</span> [[misleading]], [[deceitful]], ὦ πρόδοτι καὶ παραγωγέ ''Com.Adesp.''595.<br><span class="bld">2</span> [[creative]], Ascl. ''in Metaph.''92.5.<br><span class="bld">II</span> Pass. (proparox.), [[easily movable]], ὀστέα Hp.''Fract.''16 (Comp.).<br><span class="bld">2</span> [[derived from]] another word, opp. [[πρωτότυπος]], D.T.634.21, A.D.''Adv.'' 146.2; ἔκ τινος Id.''Synt.''200.21, ''EM''97.33; τινος Eust.1553.35. Adv. [[παραγώγως]] = [[by a slight change]], Plu.2.316a, Ath.11.480f.<br><span class="bld">b</span> [[formed in parody]], ἔπος Numen. ap. Eus.''PE''14.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui amène, qui introduit, initiateur;<br /><b>2</b> qui égare, qui séduit, trompeur.<br />'''Étymologie:''' [[παράγω]]. | |btext=ός, όν :<br /><b>1</b> [[qui amène]], [[qui introduit]], [[initiateur]];<br /><b>2</b> [[qui égare]], [[qui séduit]], [[trompeur]].<br />'''Étymologie:''' [[παράγω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ό / [[παραγωγός]], -όν, ΝΑ [[παράγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παράγει [[κάτι]], που καλλιεργεί ή κατασκευάζει ένα [[προϊόν]] («[[χώρα]] [[παραγωγός]] αγροτικών προϊόντων»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, η [[παραγωγός]]<br />α) [[άτομο]] που εργάζεται στην [[παραγωγή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον έμπορο και τον καταναλωτή<br />β) ο [[υπεύθυνος]] για τον οικονομικό και διευθυντικό τομέα της παραγωγής ενός κινηματογραφικού, θεατρικού ή ραδιο-τηλεοπτικού έργου, δηλ. αυτός που έχει τη γενική [[εποπτεία]] της παραγωγής και [[είναι]] [[υπεύθυνος]] για την [[εξεύρεση]] τών οικονομικών πόρων, τη [[μίσθωση]] καλλιτεχνών και τεχνικών και την [[κάλυψη]] όλων τών άλλων εξόδων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρασύρει, που παραπλανεί, που εξαπατά<br /><b>2.</b> [[δημιουργικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραγώγως</i> Α<br /><b>(τροπ.)</b> ([[ιδίως]] για [[γράμμα]] ή [[συλλαβή]]) με μικρή [[μεταβολή]]. | |mltxt=-ό / [[παραγωγός]], -όν, ΝΑ [[παράγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παράγει [[κάτι]], που καλλιεργεί ή κατασκευάζει ένα [[προϊόν]] («[[χώρα]] [[παραγωγός]] αγροτικών προϊόντων»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, η [[παραγωγός]]<br />α) [[άτομο]] που εργάζεται στην [[παραγωγή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον έμπορο και τον καταναλωτή<br />β) ο [[υπεύθυνος]] για τον οικονομικό και διευθυντικό τομέα της παραγωγής ενός κινηματογραφικού, θεατρικού ή ραδιο-τηλεοπτικού έργου, δηλ. αυτός που έχει τη γενική [[εποπτεία]] της παραγωγής και [[είναι]] [[υπεύθυνος]] για την [[εξεύρεση]] τών οικονομικών πόρων, τη [[μίσθωση]] καλλιτεχνών και τεχνικών και την [[κάλυψη]] όλων τών άλλων εξόδων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρασύρει, που παραπλανεί, που εξαπατά<br /><b>2.</b> [[δημιουργικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραγώγως</i> Α<br /><b>(τροπ.)</b> ([[ιδίως]] για [[γράμμα]] ή [[συλλαβή]]) με μικρή [[μεταβολή]]. | ||
}} | }} |