3,274,216
edits
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=staktos | |Transliteration C=staktos | ||
|Beta Code=stakto/s | |Beta Code=stakto/s | ||
|Definition= | |Definition=στακτή, στακτόν,<br><span class="bld">A</span> [[oozing out in drops]], [[trickling]], [[distilling]], μύρα Ar.''Pl.''529; σμύρνη Hp. ''Ulc.''12, cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.4.10, ''Od.''29, ''Edict.Diocl.Delph.''22; χυλοί Pl. ''Criti.''115a; <b class="b3">σ. ἔλαιον</b> oil [[that runs off without pressing]], [[virgin]]-oil, ''Gp.'' 7.12.20; <b class="b3">σ. ἅλμη</b> [[brine]], ib.20.46.5; <b class="b3">σ. κονία</b> lime-[[water]], ib.6.7.1 (but = [[lye]] from wood-ashes in Gal.13.569).<br><span class="bld">2</span> [[στακτά]], τά, perhaps [[filtering vessels]], Ath.Med. ap. Orib.5.5.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0928.png Seite 928]] ttöpselnd, tropfenweise herausrinnend; dah. τὰ στακτά, Harze, Gummi, Balsam; [[μύρον]], Ar. Plut. 529; χυλῶν στακτῶν, Plat Critia. 115 a; [[ἔλαιον]], das von selbst auslaufende Oel. Vgl. auch [[στακτή]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0928.png Seite 928]] ttöpselnd, tropfenweise herausrinnend; dah. τὰ στακτά, Harze, Gummi, Balsam; [[μύρον]], Ar. Plut. 529; χυλῶν στακτῶν, Plat Critia. 115 a; [[ἔλαιον]], das von selbst auslaufende Oel. Vgl. auch [[στακτή]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[qui coule goutte à goutte]].<br />'''Étymologie:''' [[στάζω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στακτός -ή -όν [στάζω] gedruppeld:. μύροισιν μυρίσαι στακτοῖς parfumeren met druppels parfum Aristoph. Pl. 529; ἡ στακτή σμύρνη gomhars die uit de mirre-boom gedruppeld is: mirre-olie Hp. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στακτός:''' [adj. verb. к [[στάζω]] струящийся по каплям, капающий ([[μύρον]] Arph.; χυλοί Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στακτός''': -ή, -όν, ([[στάζω]]) ὁ βραδέως ἐκρέων κατὰ σταγόνας, σταλάζων, ἀποστάζων, [[μύρον]] Ἀριστοφ. Πλ. 529· χυλοὶ Πλάτ. Κριτί. 115Α· στακτὸν [[ἔλαιον]], τὸ ἐκρέον [[ἄνευ]] μηχανικῆς πιέσεως, παρθένον [[ἔλαιον]] καλούμενον, «διυλισμένον» Ἡσύχ., ὡς τὸ [[στακτή]], Γεωπ. 7. 12, 20· στ. [[ἅλμη]] [[αὐτόθι]] 20. 46, 5· στ. [[κονία]], «ἀσβεστόνερον», [[αὐτόθι]] 6. 7, 1. 2) στακτά, τά, [[ἴσως]] ἀγγεῖα χρήσιμα πρὸς διήθησιν, διυλιστικά, Ἀθήν. παρ’ Ὀρειβασ. 54 Matth. | |lstext='''στακτός''': -ή, -όν, ([[στάζω]]) ὁ βραδέως ἐκρέων κατὰ σταγόνας, σταλάζων, ἀποστάζων, [[μύρον]] Ἀριστοφ. Πλ. 529· χυλοὶ Πλάτ. Κριτί. 115Α· στακτὸν [[ἔλαιον]], τὸ ἐκρέον [[ἄνευ]] μηχανικῆς πιέσεως, παρθένον [[ἔλαιον]] καλούμενον, «διυλισμένον» Ἡσύχ., ὡς τὸ [[στακτή]], Γεωπ. 7. 12, 20· στ. [[ἅλμη]] [[αὐτόθι]] 20. 46, 5· στ. [[κονία]], «ἀσβεστόνερον», [[αὐτόθι]] 6. 7, 1. 2) στακτά, τά, [[ἴσως]] ἀγγεῖα χρήσιμα πρὸς διήθησιν, διυλιστικά, Ἀθήν. παρ’ Ὀρειβασ. 54 Matth. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, ΝΜΑ [[στάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «στακτό [[κόμμι]]»<br /><b>χημ.</b> [[κόμμι]] που προέρχεται από ένα [[είδος]] γαρκινίας που φύεται στην Ινδία και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο του αραβικού κόμμεος, ως [[υδρόχρωμα]] και στη [[φαρμακευτική]] ως καθαρτικό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκρέει [[αργά]], [[σταγόνα]] [[σταγόνα]] (α. «μύροισιν μυρίσαι | |mltxt=-ή, -όν, ΝΜΑ [[στάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «στακτό [[κόμμι]]»<br /><b>χημ.</b> [[κόμμι]] που προέρχεται από ένα [[είδος]] γαρκινίας που φύεται στην Ινδία και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο του αραβικού κόμμεος, ως [[υδρόχρωμα]] και στη [[φαρμακευτική]] ως καθαρτικό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκρέει [[αργά]], [[σταγόνα]] [[σταγόνα]] (α. «μύροισιν μυρίσαι στακτοῖς», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «τῆς σμύρνης δὲ ἡ μὲν [[στακτή]], ἡ δὲ [[πλαστή]]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για [[λάδι]]) αυτό που εκρέει μόνο του, [[χωρίς]] [[μηχανική]] [[πίεση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «στακτὴ [[κονία]]» — η [[στακτή]], η [[αλισίβα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὰ στακτά</i><br />αγγεία [[κατάλληλα]] για [[διήθηση]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στακτός:''' -ή, -όν ([[στάζω]]), αυτός που ρέει [[αργά]] σε σταγόνες, που στάζει, που σταλάζει, που αποστάζει, [[ρευστός]], αποσταγμένος, διυλισμένος, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''στακτός:''' -ή, -όν ([[στάζω]]), αυτός που ρέει [[αργά]] σε σταγόνες, που στάζει, που σταλάζει, που αποστάζει, [[ρευστός]], αποσταγμένος, διυλισμένος, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[στακτός]], ή, όν [[στάζω]]<br />oozing out in drops, trickling, dropping, distilling, Ar. | ||
}} | }} |