συναγωγός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synagogos
|Transliteration C=synagogos
|Beta Code=sunagwgo/s
|Beta Code=sunagwgo/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bringing together, uniting</b>, <span class="bibl">Democr.164</span>; ἀμφοῖν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>31c</span>; <b class="b3">δεσμοὶ φιλίας σ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">Prt.</span>322c</span>; τὸ σ. ἀνθρώπων εἰς εὔνοιαν Plu.2.632e; <b class="b2">comprehensive</b>, of the general, <span class="bibl">David<span class="title">Proll.</span>165.11</span>: abs., <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>9.10</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">collecting</b>, ἡ σ. [μέλιτος] μέλιττα <span class="bibl">Ph.2.255</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> Subst., = [[συναγωγεύς]] <span class="bibl">1</span>, <b class="b2">convener</b> of a <b class="b3">σύνοδος</b>, <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>12</span> (i A.D.), al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">living together</b>, Hsch. s.v. [[συνέστιοι]].</span>
|Definition=συναγωγόν,<br><span class="bld">A</span> [[bringing together]], [[uniting]], Democr.164; ἀμφοῖν Pl.''Ti.''31c; <b class="b3">δεσμοὶ φιλίας σ.</b> Id.''Prt.''322c; τὸ σ. ἀνθρώπων εἰς εὔνοιαν Plu.2.632e; [[comprehensive]], of the general, David''Proll.''165.11: abs., S.E.''M.''9.10, etc.<br><span class="bld">2</span> [[collecting]], ἡ σ. [μέλιτος] μέλιττα Ph.2.255.<br><span class="bld">3</span> Subst., = [[συναγωγεύς]] ''1'', [[convener]] of a [[σύνοδος]], ''Sammelb.''12 (i A.D.), al.<br><span class="bld">II</span> [[living together]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[συνέστιοι]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0996.png Seite 996]] versammelnd, verbindend; φιλίας συναγωγοί Plat. Prot. 322 c; δεσμὸν ἐν μέσῳ δεῖ τινα ἀμφοῖν ξυναγωγὸν γίγνεσθαι Tim. 31 c; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0996.png Seite 996]] versammelnd, verbindend; φιλίας συναγωγοί Plat. Prot. 322 c; δεσμὸν ἐν μέσῳ δεῖ τινα ἀμφοῖν ξυναγωγὸν γίγνεσθαι Tim. 31 c; Sp.
}}
{{ls
|lstext='''συνᾰγωγός''': -όν, ὁ ἄγων ἐπὶ τὸ αὐτό, ἑνώνων, συνδέων, ἀμφοῖν Πλάτ. Τίμ. 31C· δεσμοὶ φιλίας σ. ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 322· τὸ σ. ἀνθρώπων εἰς εὔνοιαν Πλούτ. 2. 632Ε. ― ἀπολ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 10, κτλ. ΙΙ. ὁ ζῶν [[ὁμοῦ]], [[συναγελαστικός]], Φίλων 2. 255. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «συνέστιοι· συναγωγοί, ὁμοτράπεζοι».
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui rassemble, qui réunit, gén..<br />'''Étymologie:''' [[συνάγω]].
|btext=ός, όν :<br />qui rassemble, qui réunit, gén..<br />'''Étymologie:''' [[συνάγω]].
}}
}}
{{grml
{{elnl
|mltxt=-όν, Α<br />[[συνάγω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνάγει, που συλλέγει, που συναθροίζει («ἡ συναγωγὸς [μέλιτος] [[μέλισσα]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που συνδέει, που ενώνει («[[λόγος]] φιλίας [[συναγωγός]]», Δίων Χρυσ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ζει [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[συναγωγός]]<br />αυτός που συγκαλεί [[συνέλευση]].
|elnltext=συνᾰγωγός -όν [συνάγω] [[samenbrengend]], [[verenigend]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνᾰγωγός:''' 3, Sext. тж. 2 соединяющий (δεσμοὶ [[φιλίας]] συναγωγοί Plat.): σ. [[αἰτία]] Sext. связующее начало.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br />[[συνάγω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνάγει, που συλλέγει, που συναθροίζει («ἡ συναγωγὸς [μέλιτος] [[μέλισσα]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που συνδέει, που ενώνει («[[λόγος]] φιλίας [[συναγωγός]]», Δίων Χρυσ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ζει [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[συναγωγός]]<br />αυτός που συγκαλεί [[συνέλευση]].
|mltxt=-όν, Α<br />[[συνάγω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνάγει, που συλλέγει, που συναθροίζει («ἡ συναγωγὸς [μέλιτος] [[μέλισσα]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που συνδέει, που ενώνει («[[λόγος]] φιλίας [[συναγωγός]]», Δίων Χρυσ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ζει [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[συναγωγός]]<br />αυτός που συγκαλεί [[συνέλευση]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνᾰγωγός:''' -όν, αυτός που συγκεντρώνει, που συνδέει, που συνενώνει, [[ενωτικός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''συνᾰγωγός:''' -όν, αυτός που συγκεντρώνει, που συνδέει, που συνενώνει, [[ενωτικός]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνᾰγωγός:''' 3, Sext. тж. 2 соединяющий (δεσμοὶ [[φιλίας]] συναγωγοί Plat.): σ. [[αἰτία]] Sext. связующее начало.
|lstext='''συνᾰγωγός''': -όν, ὁ ἄγων ἐπὶ τὸ αὐτό, ἑνώνων, συνδέων, ἀμφοῖν Πλάτ. Τίμ. 31C· δεσμοὶ φιλίας σ. ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 322· τὸ σ. ἀνθρώπων εἰς εὔνοιαν Πλούτ. 2. 632Ε. ― ἀπολ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 10, κτλ. ΙΙ. ὁ ζῶν [[ὁμοῦ]], [[συναγελαστικός]], Φίλων 2. 255. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «συνέστιοι· συναγωγοί, ὁμοτράπεζοι».
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-ᾰγωγός, όν<br />[[bringing]] [[together]], uniting, Plat.
}}
}}