3,273,293
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=artiriakos | |Transliteration C=artiriakos | ||
|Beta Code=a)rthriako/s | |Beta Code=a)rthriako/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀρτηριακή, ἀρτηριακόν, of or for the [[trachea]] or [[bronchi]], esp. ἀρτηριακή (''[[sc.]] '' [[ἀντίδοτος]]), ἡ, [[medicament for their treatment]], Plin.''HN''20.207, 23.136, Gal.13.1; [[δυνάμεις]] Androm.ib.14; φάρμακα Aët.8.54; <b class="b3">-κὸν ἴσχαιμον</b> styptic for [[arterial]] haemorrhage, Id.3.19; <b class="b3">ἀ. πάθος, τὰ ἀ.</b>, affections [[of these organs]], Paul.Aeg.3.28; ἡ [[ἀρτηριακή]] a medicine, Aët.8.54 sq.; ἡ ἀ. κοιλία τῆς καρδίας [[left ventricle]], Placit.4.5.7; <b class="b3">ἀ. φωνή</b>, of the human voice, opp. <b class="b3">ἡ τῶν ὀργάνων</b>, Nicom.''Harm.''2. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. fem. arteriace</i> Plin.<i>HN</i> 20.207, 23.136<br />medic.<br /><b class="num">I</b> [[arterial]] ἀρτηριακὴ κοιλία τῆς καρδίας el ventrículo arterial del corazón, e.d. el ventrículo izquierdo</i> <i>Placit</i>.4.5.7, ἴσχαιμον ἀρτηριακόν tratamiento para contener la hemorragia arterial</i> Aët.3.19 (cód.).<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[traqueal]] φωνή de la voz humana op. al sonido de instrumentos, Nicom.<i>Harm</i>.2.<br /><b class="num">2</b> [[que afecta a la tráquea y vías respiratorias]] δυνάμεις propiedades curativas de las afecciones respiratorias</i> Androm. en Gal.13.14, φάρμακα Aët.8.55, πάθος Paul.Aeg.3.28.1, διαθέσεις <i>Gp</i>.12.17.13.<br /><b class="num">3</b> subst. ἡ ἀρτηριακή [[medicamento para las afecciones de la tráquea y vías respiratorias]] περὶ ... κατάρρου καὶ ἀρτηριακῶν καὶ βηχός Paul.Aeg.3.28 tít. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0361.png Seite 361]] zur Luftröhre, zu den Adern gehörig, Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0361.png Seite 361]] zur Luftröhre, zu den Adern gehörig, Medic. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[artériel]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀρτηρία]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρτηριᾰκός:''' [[кровеносный]] ([[κοιλία]] τῆς καρδίας Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρτηριακός''': -ή, -όν, ὁ τῆς ἀρτηρίας, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τραχεῖαν ἢ τοὺς βρόγχους, Γαλην. 13. 1· ἀρτ. [[πάθος]], τὰ ἀρτ., τὰ νοσήματα τῶν εἰρημένων ὀργάνων, Παῦλ. Αἰγ. 3. 28· ἡ ἀρτηριακή, [[φάρμακον]] πρὸς ἴασιν τῶν ἀρτηριακῶν νοσημάτων, Ἀέτ. σ. 165B, κἑξ.· ἡ ἀρτ. [[κοιλία]] τῆς καρδίας Διογ. Ἀπολλ. παρὰ Πλουτ. 2. 899A. | |lstext='''ἀρτηριακός''': -ή, -όν, ὁ τῆς ἀρτηρίας, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τραχεῖαν ἢ τοὺς βρόγχους, Γαλην. 13. 1· ἀρτ. [[πάθος]], τὰ ἀρτ., τὰ νοσήματα τῶν εἰρημένων ὀργάνων, Παῦλ. Αἰγ. 3. 28· ἡ ἀρτηριακή, [[φάρμακον]] πρὸς ἴασιν τῶν ἀρτηριακῶν νοσημάτων, Ἀέτ. σ. 165B, κἑξ.· ἡ ἀρτ. [[κοιλία]] τῆς καρδίας Διογ. Ἀπολλ. παρὰ Πλουτ. 2. 899A. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[αρτηριακός]], -ή, -όν) [[αρτηρία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρτηρίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] ο [[οποίος]] ανήκει ή αναφέρεται στην [[τραχεία]] και στους βρόγχους<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αρτηριακή</i><br />φάρμακα για τη [[θεραπεία]] αρτηριακών ανωμαλιών. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[αρτηριακός]], -ή, -όν) [[αρτηρία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρτηρίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] ο [[οποίος]] ανήκει ή αναφέρεται στην [[τραχεία]] και στους βρόγχους<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αρτηριακή</i><br />φάρμακα για τη [[θεραπεία]] αρτηριακών ανωμαλιών. | ||
}} | }} |