3,274,447
edits
(45) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(27 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=φῡ́ρᾱμα | ||
|Medium diacritics=φύραμα | |Medium diacritics=φύραμα | ||
|Low diacritics=φύραμα | |Low diacritics=φύραμα | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fyrama | |Transliteration C=fyrama | ||
|Beta Code=fu/rama | |Beta Code=fu/rama | ||
|Definition=[ῡ], ατος, τό, < | |Definition=[ῡ], ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> that which is [[mix]]ed or [[knead]]ed, [[dough]], Mnesim.4.11 (anap.), Arist.''Pr.''929a25, [[LXX]] ''Ex.''8.3 (7.28), 12.34, al., ''Ep.Gal.''5.9, ''Ep.Rom.''9.21, al.; in [[brewing]], ''PTeb.''401.27 (i A. D.); generally, [[paste]], [[κονία]]ς καὶ βολβίτου φ. ''Gp.''15.2.8; καλάμου Dsc.1.55; opp. [[θραῦσμα]], Id.3.84: metaph., of the [[human]] [[frame]] as a [[mixture]], [[compound]], Ph.1.184, M.Ant.7.68.<br><span class="bld">2</span> generally, [[mixture]], [[σύμμιγμα]] καὶ φ. ἀέρος καὶ πυρός Plu.2.922a, etc.: in plural, [[cement]]s, ib.811c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1316.png Seite 1316]] τό, das Gemischte, Geknetete, der Mehlteig, Gerstenteig, auch ein eigenes Gebäck, Mnesim. bei Ath. IX, 402 (v. 11) neben ἄρτοι. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1316.png Seite 1316]] τό, das Gemischte, Geknetete, der Mehlteig, Gerstenteig, auch ein eigenes Gebäck, Mnesim. bei Ath. IX, 402 (v. 11) neben ἄρτοι. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />masse délayée <i>ou</i> pétrie ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> <i>au pl.</i> τὰ φυράματα ciment;<br /><b>2</b> [[mélange d'air et de feu]].<br />'''Étymologie:''' [[φυράω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φύρᾱμα:''' ατος (ῡ) τό<br /><b class="num">1</b> [[тесто]] Arst.: μικρὰ [[ζύμη]] [[ὅλον]] τὸ φ. ζυμοῖ погов. NT малая закваска квасит все тесто;<br /><b class="num">2</b> [[смесь]] (ἀέρος καὶ [[πυρός]] Plut.);<br /><b class="num">3</b> pl. [[замазка]], [[известка]] или [[цемент]] (φυράματα καὶ λίθοι Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φύρᾱμα''': τό, τὸ φυρώμενον δι’ ὕδατος καὶ ζυμούμενον [[ἄλευρον]], κοινῶς ζυμάρι, Τουρ. «χαμοῦρι», Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 11, Ἀριστ. Προβλ. 21. 18, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Η΄, 3., ΙΒ΄, 24, κ. ἀλλ.), Πρὸς Γαλ. Ἐπιστ. ε΄, 9, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. θ΄, 21, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ὡς συνθέτου, Φίλων 1. 184, Μᾶρκ. Ἀντων. 7. 68, Ἐκκλ. 2) [[καθόλου]], [[μῖγμα]], ἀέρος καὶ πυρὸς Πλούτ. 2. 922Α, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., κολλήσεις, [[αὐτόθι]] 811C. | |lstext='''φύρᾱμα''': τό, τὸ φυρώμενον δι’ ὕδατος καὶ ζυμούμενον [[ἄλευρον]], κοινῶς ζυμάρι, Τουρ. «χαμοῦρι», Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 11, Ἀριστ. Προβλ. 21. 18, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Η΄, 3., ΙΒ΄, 24, κ. ἀλλ.), Πρὸς Γαλ. Ἐπιστ. ε΄, 9, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. θ΄, 21, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ὡς συνθέτου, Φίλων 1. 184, Μᾶρκ. Ἀντων. 7. 68, Ἐκκλ. 2) [[καθόλου]], [[μῖγμα]], ἀέρος καὶ πυρὸς Πλούτ. 2. 922Α, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., κολλήσεις, [[αὐτόθι]] 811C. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[φυρῶ]]<br /><b>1.</b> [[ζυμάρι]], [[αλεύρι]] ανακατεμένο με [[νερό]] και ζυμωμένο<br /><b>2.</b> [[οτιδήποτε]] μπορεί να αναμιχθεί με [[νερό]] και να ζυμωθεί, όπως λ.χ. το υλικό που χρησιμοποιεί ο [[αγγειοπλάστης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(βιοχ.)</b> παλαιότερη [[ονομασία]] του ενζύμου<br /><b>2.</b> [[είδος]] πτηνοτροφής από διάφορα υλικά<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] του ίδιου [ή του [[αυτού]]] φυράματος» — έχουν τον ίδιο [[κακό]] χαρακτήρα ή την [[ίδια]] κακή [[διαγωγή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> η ανθρώπινη [[φύση]] (α. «Χριστοῦ τοῦ ταπεινώσαντος ἑαυτὸν [[μέχρι]] τοῦ ἡμετέρου φυράματος», <b>Γρηγ. Ναζ.</b><br />β. «ἐκκαθάρετε οὖν τὴν παλαιὰν ζύμην ἵνα ἦτε [[νέον]] [[φύραμα]]», ΚΔ)<br /><b>2.</b> ανάμικτο [[πλήθος]] ανθρώπων, όχλος<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλοιφή]] ή [[έμπλαστρο]] («φυράμασί τε καταπλαττόμεναι ψύχουσι μὲν τὸν χρῶτα», Κλήμ. Αλ.). | |mltxt=το, ΝΜΑ [[φυρῶ]]<br /><b>1.</b> [[ζυμάρι]], [[αλεύρι]] ανακατεμένο με [[νερό]] και ζυμωμένο<br /><b>2.</b> [[οτιδήποτε]] μπορεί να αναμιχθεί με [[νερό]] και να ζυμωθεί, όπως λ.χ. το υλικό που χρησιμοποιεί ο [[αγγειοπλάστης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(βιοχ.)</b> παλαιότερη [[ονομασία]] του ενζύμου<br /><b>2.</b> [[είδος]] πτηνοτροφής από διάφορα υλικά<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] του ίδιου [ή του [[αυτού]]] φυράματος» — έχουν τον ίδιο [[κακό]] χαρακτήρα ή την [[ίδια]] κακή [[διαγωγή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> η ανθρώπινη [[φύση]] (α. «Χριστοῦ τοῦ ταπεινώσαντος ἑαυτὸν [[μέχρι]] τοῦ ἡμετέρου φυράματος», <b>Γρηγ. Ναζ.</b><br />β. «ἐκκαθάρετε οὖν τὴν παλαιὰν ζύμην ἵνα ἦτε [[νέον]] [[φύραμα]]», ΚΔ)<br /><b>2.</b> ανάμικτο [[πλήθος]] ανθρώπων, όχλος<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλοιφή]] ή [[έμπλαστρο]] («φυράμασί τε καταπλαττόμεναι ψύχουσι μὲν τὸν χρῶτα», Κλήμ. Αλ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φύρᾱμα:''' [ῦ], -ατος, τό, αυτό που είναι ανακατεμένο και ζυμωμένο, [[ζυμάρι]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φύρᾱμα, ατος, τό,<br />that [[which]] is [[mixed]] and kneaded, dough, NTest. [from φῡράω] | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':fÚrama 廢拉馬<br />'''詞類次數''':名詞(5)<br />'''原文字根''':揉 (麵團) 相當於: ([[בָּצֵק]]‎)<br />'''字義溯源''':揉麵團,黏土團,全團,團;源自([[φύραμα]])Y*=調混),或出自([[φύω]])=噴出*,發芽,生長)<br />'''出現次數''':總共(5);羅(2);林前(2);加(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 團(4) 羅9:21; 林前5:6; 林前5:7; 加5:9;<br />2) 全團(1) 羅11:16 | |||
}} | }} |