3,273,762
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periampecho | |Transliteration C=periampecho | ||
|Beta Code=periampe/xw | |Beta Code=periampe/xw | ||
|Definition=(also περιαμπίσχω | |Definition=(also [[περιαμπίσχω]] Ph.1.369, Philostr.''Im.''2.26 (cf. ''ΙΙ'')), -ήμπεσχον [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''893:—<br><span class="bld">A</span> [[put round about]], <b class="b3">π. τινά τι</b> [[put]] a thing [[round]] or [[over]] one, Ar.l.c.:—Med., [[put around oneself]], [[put on]], metaph., ὀνόματα καὶ ῥήματα [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 221e.<br><span class="bld">II</span> [[cover all over]], τὰ ὀστᾶ μετὰ τῶν σαρκῶν Id.''Phd.''98d; later <b class="b3">περιαμπίσχω τί τινι</b> Ph.l.c.: metaph., τὰ πράγματα γυμνὰ ἐξέκειτο καὶ οὐ περιήμπισχεν αὐτὰ ἡ λέξις Philostr.''VS''2.22. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0568.png Seite 568]] if, ἔχω), ringsherum anlegen, τὰ ὀστᾶ μετὰ τῶν σαρκῶν καὶ δέρματος, Plat. Phaed. 98 d; med. sich umhüllen, τοιαῦτα καὶ ὀνόματα καὶ ῥήματα περιαμπέχονται Σατύρου – δοράν, Conv. 221 e; übertr. τὴν μέθην, Ael. V. H. 14, 41; Plut. u. A. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0568.png Seite 568]] if, ἔχω), ringsherum anlegen, τὰ ὀστᾶ μετὰ τῶν σαρκῶν καὶ δέρματος, Plat. Phaed. 98 d; med. sich umhüllen, τοιαῦτα καὶ ὀνόματα καὶ ῥήματα περιαμπέχονται Σατύρου – δοράν, Conv. 221 e; übertr. τὴν μέθην, Ael. V. H. 14, 41; Plut. u. A. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=revêtir tout autour, envelopper : τι [[μετά]] τινος, <i>fig.</i> τί τινι une chose d'une autre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἀμπέχω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περι-αμπέχω omdoen, met dubb. acc.:; καὶ τοῦτό γ’ ἐπιτηδές σε περιήμπεσχε en dat heeft hij je met opzet omgehangen Aristoph. Eq. 893; bedekken:; π. ὀστᾶ (de zenuwen) bedekken de botten Plat. Phaed. 98d; overdr., med.-pass.: τοιαῦτα καὶ ὀνόματα καὶ ῥήματα ἔξωθεν περιαμπέχονται van buiten zijn ze (Socrates' gedachten) gehuld in dergelijke (lachwekkende) woorden en uitdrukkingen Plat. Smp. 221e. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιαμπέχω:''' [[надевать вокруг]], [[окутывать]] (τὰ [[ὀστᾶ]] μετὰ τῶν σαρκῶν καὶ δέρματος Plat.); med. надевать на себя (Σατύρου δοράν Plat.): [[σκότος]] περιαμπεχόμενος Plut. окутанный тьмой. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιαμπέχω''': μέλλ. -αμφέξω· ἀόρ. β΄ περιήμπεσχον· ― [[ὡσαύτως]] περιαμπίσχω, -ήμπισχον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 893. ― Περιβάλλω, καὶ τοῦτό γ’ ἐπίτηδές σε περιήμπισχον, ἵν’ ἀποπνίξῃ, καὶ τοῦτο ἐπίτηδες σοῦ τὸ ἐφόρεσα διὰ νὰ σὲ πνίξῃ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Μέσ., θέτω τι περὶ ἐμαυτόν, περιβάλλομαι, τοιαῦτα καὶ ὀνόματα καὶ ῥήματα [[ἔξωθεν]] περιαμπέχονται Πλάτ. Συμπ. 221Ε. ΙΙ. [[περικαλύπτω]], τὰ δὲ [[νεῦρα]] οἷα ἐπιτείνεσθαι καὶ ἀνίεσθαι περιαμπέχοντα τὰ ὀστᾶ | |lstext='''περιαμπέχω''': μέλλ. -αμφέξω· ἀόρ. β΄ περιήμπεσχον· ― [[ὡσαύτως]] περιαμπίσχω, -ήμπισχον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 893. ― Περιβάλλω, καὶ τοῦτό γ’ ἐπίτηδές σε περιήμπισχον, ἵν’ ἀποπνίξῃ, καὶ τοῦτο ἐπίτηδες σοῦ τὸ ἐφόρεσα διὰ νὰ σὲ πνίξῃ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Μέσ., θέτω τι περὶ ἐμαυτόν, περιβάλλομαι, τοιαῦτα καὶ ὀνόματα καὶ ῥήματα [[ἔξωθεν]] περιαμπέχονται Πλάτ. Συμπ. 221Ε. ΙΙ. [[περικαλύπτω]], τὰ δὲ [[νεῦρα]] οἷα ἐπιτείνεσθαι καὶ ἀνίεσθαι περιαμπέχοντα τὰ ὀστᾶ μετὰ τῶν σαρκῶν καὶ δέρματος ὃ ξυνέχει αὐτὰ ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 98D· [[οὕτως]] [[ὕστερον]] ἐν τῷ τύπῳ περιαμπίσχω τί τινι Φίλων 1. 369, Φιλόστρ. 604. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[περιαμπίσχω]] Α<br /><b>1.</b> [[βάζω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]], [[περιβάλλω]], [[περιτυλίγω]]<br /><b>2.</b> [[περικαλύπτω]] [[κάτι]] από όλα τα μέρη («τὰ δὲ νεῡρα... περιαμπέχοντα τὰ ὀστᾱ | |mltxt=και [[περιαμπίσχω]] Α<br /><b>1.</b> [[βάζω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]], [[περιβάλλω]], [[περιτυλίγω]]<br /><b>2.</b> [[περικαλύπτω]] [[κάτι]] από όλα τα μέρη («τὰ δὲ νεῡρα... περιαμπέχοντα τὰ ὀστᾱ μετὰ τῶν σαρκῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιαμπέχομαι</i><br />[[επιθέτω]] [[κάτι]] [[γύρω]] από τον εαυτό μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀμπέχω]] / [[ἀμπίσχω]] «[[περιβάλλω]], [[περικαλύπτω]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιαμπέχω:''' μέλ. <i>-αμφέξω</i>, αόρ. | |lsmtext='''περιαμπέχω:''' μέλ. <i>-αμφέξω</i>, αόρ. βʹ <i>-ήμπεσχον</i>· επίσης, [[περιαμπίσχω]], παρατ. <i>-ήμπισχον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[περιβάλλω]], [[περιαμπέχω]] τινά τι, [[βάζω]] [[κάτι]] γύρω ή πάνω από κάποιον, σε Αριστοφ. — Μέσ., περιβάλλομαι, περικαλύπτομαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[καλύπτω]] [[ολόγυρα]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -αμφέξω aor2 -ήμπεσχον | |mdlsjtxt=fut. -αμφέξω aor2 -ήμπεσχον [[περιαμπίσχω]] imperf. -ήμπισχον<br /><b class="num">I.</b> to put [[round]] [[about]], π. τινά τι to put a [[thing]] [[round]] or [[over]] one, Ar.:—Mid. to put [[round]] [[oneself]], put on, Plat.<br /><b class="num">II.</b> to [[cover]] all [[round]], Plat. | ||
}} | }} |