πεμπάζω: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pempazo
|Transliteration C=pempazo
|Beta Code=pempa/zw
|Beta Code=pempa/zw
|Definition=(πέμπε) prop. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[count on the five fingers]], i.e. [[count by fives]], and then, generally, [[count]], <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>748</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>23.2</span>(cj.), <span class="bibl">A.R.2.975</span>, Plu.2.387e, etc.:—Med., <b class="b3">ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται</b> (Ep.aor.1 subj.) when he [[has done counting]] them all, <span class="bibl">Od.4.412</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[count up]], [[reckon over]], <b class="b3">θεοπροπίας θυμῷ π</b>. <span class="bibl">A.R.4.1748</span> :—Med., <b class="b3">πάντα νόῳ πεμπάσσατο</b> ib.<span class="bibl">350</span>.—In Prose [[ἀναπεμπάζω]] is more common. (Aeol.acc.to <span class="bibl"><span class="title">EM</span>660.4</span>.)</span>
|Definition=([[πέμπε]]) prop.<br><span class="bld">A</span> [[count on the five fingers]], i.e. [[count by fives]], and then, generally, [[count]], A.''Eu.''748, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''23.2(cj.), A.R.2.975, Plu.2.387e, etc.:—Med., <b class="b3">ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται</b> (Ep.aor.1 subj.) when he [[has done counting]] them all, Od.4.412.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[count up]], [[reckon over]], <b class="b3">θεοπροπίας θυμῷ π.</b> A.R.4.1748:—Med., <b class="b3">πάντα νόῳ πεμπάσσατο</b> ib.350.—In Prose [[ἀναπεμπάζω]] is more common. (Aeol.acc.to ''EM''660.4.)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0553.png Seite 553]] eigtl. an den fünf Fingern abzählen, zu Fünfen abzählen, die älteste, einfachste Zählungsart; Hom. hat nur das med., ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται, nachdem er alle abgezählt bat, Od. 4, 412, ohne daß noch gerade »nach Fünfen« hinzuzudenken ist; Aesch. im act., πεμπάζετ' ὀρθῶς ἐκβολὰς [[ψήφων]], Eum. 718, wie Ap. Rh. 2, 975, εἴ τις ἕκαστα πεμπάζοι, Schol. ψηφίζοι, μετροῖ; übtr. πάντα νόῳ πεμπάσσατο, 4, 350, wie [[λογίζομαι]], überrechnen, überlegen, vgl. 4, 1748 ὁ δ' [[ἔπειτα]] θεοπροπίας Ἑκάτοιο θυμῷ πεμπάζων (s. auch [[ἀναπεμπάζω]]). – Plut. de Is. et Osir. 56 von der Fünfzahl sprechend sagt τὸ ἀριθμήσασθαι πεμπάσασθαι λέγουσιν, u. de εἰ apud Delph. 7 τὸ ἀριθμεῖν οἱ σοφοὶ πεμπάζειν ὠνόμαζον.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0553.png Seite 553]] eigtl. an den fünf Fingern abzählen, zu Fünfen abzählen, die älteste, einfachste Zählungsart; Hom. hat nur das med., ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται, nachdem er alle abgezählt bat, Od. 4, 412, ohne daß noch gerade »nach Fünfen« hinzuzudenken ist; Aesch. im act., πεμπάζετ' ὀρθῶς ἐκβολὰς [[ψήφων]], Eum. 718, wie Ap. Rh. 2, 975, εἴ τις ἕκαστα πεμπάζοι, Schol. ψηφίζοι, μετροῖ; übtr. πάντα νόῳ πεμπάσσατο, 4, 350, wie [[λογίζομαι]], überrechnen, überlegen, vgl. 4, 1748 ὁ δ' [[ἔπειτα]] θεοπροπίας Ἑκάτοιο θυμῷ πεμπάζων (s. auch [[ἀναπεμπάζω]]). – Plut. de Is. et Osir. 56 von der Fünfzahl sprechend sagt τὸ ἀριθμήσασθαι πεμπάσασθαι λέγουσιν, u. de εἰ apud Delph. 7 τὸ ἀριθμεῖν οἱ σοφοὶ πεμπάζειν ὠνόμαζον.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πεμπάζω''': μέλλ. -άσω, ([[πέμπε]] Αἰολ. = [[πέντε]]) [[κυρίως]] ἀριθμῶ ἐπὶ τῶν [[πέντε]] δακτύλων, δηλ., ἀριθμῶ κατὰ πεντάδας, καὶ ἀκολούθως [[καθόλου]], ἀριθμῶ, ὑπολογίζω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 748, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 975, Πλούτ. 2. 387Ε, κτλ.· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπὴν πάσας πεμπασσεται (Ἐπικ. ἀόρ. α΄ ὑποτ.), [[ὅταν]] κατὰ πεντάδας ἀριθμήσῃ πάσας, Ὀδ. Δ. 412. ΙΙ. μεταφορ., ἀναμετρῶ, [[ἀναλογίζομαι]], [[ἐξετάζω]], θεοπροπίας θυμῷ π. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1748. - Μέσ., πάντα νόῳ πεμπάσσατο [[αὐτόθι]] 350. - Ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ τὸ ἀναπεμπάζω [[εἶναι]] συνηθέστερον. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πεμπαζόμενοι· ἐπιστρεφόμενοι. ἐκπληττόμενοι. μεριμνῶντες», καὶ «πεμπάσεται· κατὰ πάντα ἀριθμήσει· τὸ γὰρ [[πέντε]] Αἰολεῖς [[πέμπε]] λέγουσι. καταχρηστικῶς δὲ καὶ ψιλῶς ἀριθμήσει».
|btext=compter sur ses cinq doigts, compter cinq par cinq ; <i>p. ext.</i> compter, calculer;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[πεμπάζομαι]] compter qch à soi, calculer pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[πεμπάς]].
}}
{{elnl
|elnltext=πεμπάζω [πεμπάς] ep. conj. aor. med. 3 sing. πεμπάσσεται, op de vijf vingers tellen; alg. tellen.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=compter sur ses cinq doigts, compter cinq par cinq ; <i>p. ext.</i> compter, calculer;<br /><i><b>Moy.</b></i> πεμπάζομαι compter qch à soi, calculer pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[πεμπάς]].
|elrutext='''πεμπάζω:''' тж. med. считать пятерками, т. е. по пальцам, исчислять (вообще), считать (ἐκβολὰς [[ψήφων]] Aesch.; med. πάσας φώκας Hom.; ἀριθμήσασθαι πεμπάσασθαι λέγουσιν Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεμπάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[πέμπε]]), [[κυρίως]] μετράω στα [[πέντε]] δάχτυλα, δηλ. [[μετρώ]] ανά [[πέντε]], και [[έπειτα]] γενικά, [[μετρώ]], σε Αισχύλ.· ομοίως στη Μέσ.· <i>ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται</i> (Επικ. αντί <i>πεμπάσηται</i>, υποτ. αορ. αʹ) όταν τα έχει μετρήσει όλα, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''πεμπάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[πέμπε]]), [[κυρίως]] μετράω στα [[πέντε]] δάχτυλα, δηλ. [[μετρώ]] ανά [[πέντε]], και [[έπειτα]] γενικά, [[μετρώ]], σε Αισχύλ.· ομοίως στη Μέσ.· <i>ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται</i> (Επικ. αντί <i>πεμπάσηται</i>, υποτ. αορ. αʹ) όταν τα έχει μετρήσει όλα, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πεμπάζω:''' тж. med. считать пятерками, т. е. по пальцам, исчислять (вообще), считать (ἐκβολὰς [[ψήφων]] Aesch.; med. πάσας φώκας Hom.; ἀριθμήσασθαι πεμπάσασθαι λέγουσιν Plut.).
|lstext='''πεμπάζω''': μέλλ. -άσω, ([[πέμπε]] Αἰολ. = [[πέντε]]) [[κυρίως]] ἀριθμῶ ἐπὶ τῶν [[πέντε]] δακτύλων, δηλ., ἀριθμῶ κατὰ πεντάδας, καὶ ἀκολούθως [[καθόλου]], ἀριθμῶ, ὑπολογίζω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 748, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 975, Πλούτ. 2. 387Ε, κτλ.· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπὴν πάσας πεμπασσεται (Ἐπικ. ἀόρ. α΄ ὑποτ.), [[ὅταν]] κατὰ πεντάδας ἀριθμήσῃ πάσας, Ὀδ. Δ. 412. ΙΙ. μεταφορ., ἀναμετρῶ, [[ἀναλογίζομαι]], [[ἐξετάζω]], θεοπροπίας θυμῷ π. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1748. - Μέσ., πάντα νόῳ πεμπάσσατο [[αὐτόθι]] 350. - Ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ τὸ ἀναπεμπάζω [[εἶναι]] συνηθέστερον. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πεμπαζόμενοι· ἐπιστρεφόμενοι. ἐκπληττόμενοι. μεριμνῶντες», καὶ «πεμπάσεται· κατὰ πάντα ἀριθμήσει· τὸ γὰρ [[πέντε]] Αἰολεῖς [[πέμπε]] λέγουσι. καταχρηστικῶς δὲ καὶ ψιλῶς ἀριθμήσει».
}}
{{elnl
|elnltext=πεμπάζω [πεμπάς] ep. conj. aor. med. 3 sing. πεμπάσσεται, op de vijf vingers tellen; alg. tellen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πέμπε]]<br />[[properly]] to [[count]] on the [[five]] fingers, i. e. to [[count]] by fives, and then, [[generally]], to [[count]], Aesch.:—so in Mid., ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται (epic for πεμπάσηται aor1 subj.) [[when]] he has done [[counting]] them all, Od.
|mdlsjtxt=[[πέμπε]]<br />[[properly]] to [[count]] on the [[five]] fingers, i. e. to [[count]] by fives, and then, [[generally]], to [[count]], Aesch.:—so in Mid., ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται (epic for πεμπάσηται aor1 subj.) [[when]] he has done [[counting]] them all, Od.
}}
}}