3,274,919
edits
(6_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diakritikos | |Transliteration C=diakritikos | ||
|Beta Code=diakritiko/s | |Beta Code=diakritiko/s | ||
|Definition= | |Definition=διακριτική, διακριτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[piercing]], [[penetrating]], opp. [[compressing]] ([[συγκριτικός]]), Pl.''Ti.''67e; χρῶμα [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]'' 1057b8.<br><span class="bld">2</span> [[separative]], ἡ [[διακριτική]], opp. <b class="b3">ἡ συγκριτική</b> ([[quod vide|q.v.]]), [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 282b sqq. Adv. [[διακριτικῶς]] Democr.164.<br><span class="bld">II</span> [[able to distinguish]], τῆς οὐσίας [[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]''388c; ὄψις ἕξις δ. σωμάτων Id.''Def.''411c: abs., Luc. ''Herm.''69. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[separador]], [[diferenciador]], [[δίχα]] τέμνοντες τὴν ταλασιουργίαν διακριτικῷ τε καὶ συγκριτικῷ τμήματι dividiendo el trabajo de la lana en dos: una parte de separación y otra de unión</i> Pl.<i>Plt</i>.282c<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ δ. (<i>[[sc.]]</i> τέχνη) [[el (arte) de separar]] como una de las labores básicas en los diferentes oficios, Pl.<i>Sph</i>.226c, en el trabajo de la lana, Pl.<i>Plt</i>.282b<br /><b class="num">•</b>[[disgregador]], [[disociador]] c. gen. ἡ κρᾶσις ... δριμεῖα ... διακριτικὴ τοῦ ὀρρώδους Gal.19.696.<br /><b class="num">2</b> [[susceptible de diversificar o crear distinciones]], [[diferenciador]] ref. a las causas de la sensación [[capaz de crear o apreciar matices]] δ. χρῶμα del color blanco, que permite la diferenciación en colores, por op. al negro, Arist.<i>Metaph</i>.057<sup>b</sup>10, del sabor dulce δ. τῆς ἐν τῇ γλώττῃ συμφύτου ὑγρότητος Thphr.<i>CP</i> 6.1.3<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. τῆς ὄψεως λευκόν lo que crea diferencias en el rayo visual (llamamos color) blanco</i> Pl.<i>Ti</i>.67e, cf. 60a<br /><b class="num">•</b>de los elementos que producen la sensación de calor, Simp.<i>in Cael</i>.564.28 (= Democr.A 120)<br /><b class="num">•</b>lingüíst. [[que distingue]] τὰ τῶν τριῶν γενῶν διακριτικά (ὀνόματα) A.D.<i>Pron</i>.12.16.<br /><b class="num">3</b> [[que posee capacidad de discernimiento]] ἀνὴρ πνευματοφόρος καὶ δ. Pall.<i>H.Laus</i>.11.5, τὸ δὲ τῶν ἡδέων ... ἀπέχεσθαι ... διακριτικώτατον Diad.<i>Perf</i>.44<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δ. [[capacidad de discernimiento o interpretación]] μήπω γὰρ τὸ δ. ἔχοντες φεύξονται ἡμᾶς <i>Hom.Clem</i>.2.39, ἔχον καὶ τὸ δ. τῆς θείας γραφῆς Marc.Diac.<i>V.Porph</i>.8<br /><b class="num">•</b>[[capacidad de distinguir]] οἱ κύνες ... ἔχουσι τι ... διακριτικόν Ps.Nonn.<i>Comm.in Or</i>.4.25.<br /><b class="num">II</b> adv. [[διακριτικῶς]]<br /><b class="num">1</b> [[separadamente]] δ. φακοὶ μετὰ φακῶν τάσσονται Democr.B 164.<br /><b class="num">2</b> [[distintamente]] οὐκ [[ἄρα]] συγκριτικῶς ἐλέχθη τὸ «κρείττων», ἀλλὰ δ. Ath.Al.M.26.128C. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0584.png Seite 584]] ή, όν, zum Unterscheiden geschickt; ἡ δ., die Kunst zu unterscheiden, Plat. Polit. 282 b; Soph. 231 b. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0584.png Seite 584]] ή, όν, zum Unterscheiden geschickt; ἡ δ., die Kunst zu unterscheiden, Plat. Polit. 282 b; Soph. 231 b. <span class="ggns">Gegensatz</span> [[συγκριτικός]], Polit. 282 c u. Sp. – Adv., διακριτικῶς, = getrennt, Sext. Emp. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διακριτικός -ή -όν [διακρίνω] scheidend:. ἡ συγκριτική τε καὶ διακριτική de (kunst van) combineren en scheiden Plat. Plt. 282b. tot onderscheid in staat:. ὄργανον... διακριτικὸν τῆς οὐσίας een instrument om onderscheidingen te maken in de werkelijkheid Plat. Crat. 388c. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διακρῐτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[служащий для различения]], [[диакритический]] ([[ὄνομα]] [[ὄργανον]] διακριτικὸν τῆς οὐσίας Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[рассеивающий]] ([[χρῶμα]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διακριτικός''': -ή, -όν, [[ἱκανός]], [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ διαιρεῖν, ἐξ οὗ ἡ διακριτικὴ ([[τέχνη]]), ᾗ ἀντιτίθεται ἡ συγκριτικὴ (ὃ ἴδε), Πλάτ. Πολιτ. 282Β κ.ἑξ. - Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7, 117. 2) ἱκανὸς εἰς τὸ διακρίνειν, δ. τῆς οὐσίας Πλάτ. Κρατ. 421C. ΙΙ. παθητ., διακεκριμένος, κεχωρισμένος, ἀντίθετ. [[συγκριτικός]], Ἀριστοτ. Μεταφ. 9.7, 7. | |lstext='''διακριτικός''': -ή, -όν, [[ἱκανός]], [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ διαιρεῖν, ἐξ οὗ ἡ διακριτικὴ ([[τέχνη]]), ᾗ ἀντιτίθεται ἡ συγκριτικὴ (ὃ ἴδε), Πλάτ. Πολιτ. 282Β κ.ἑξ. - Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7, 117. 2) ἱκανὸς εἰς τὸ διακρίνειν, δ. τῆς οὐσίας Πλάτ. Κρατ. 421C. ΙΙ. παθητ., διακεκριμένος, κεχωρισμένος, ἀντίθετ. [[συγκριτικός]], Ἀριστοτ. Μεταφ. 9.7, 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διακριτικός]], -ή, -όν) [[διακρίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να διακρίνει<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] βάσει του οποίου διακρίνεται ή ξεχωρίζει [[κάποιος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />όποιος συμπεριφέρεται με [[διακριτικότητα]], δεν γίνεται [[φορτικός]], [[ενοχλητικός]], [[αγενής]] κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ευσπλαχνικός<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διακριτικά</i><br />τα διάσημα (γαλόνια, σειρίτια, αστερίσκοι) με τα οποία διακρίνονται οι βαθμοί στη (στρατιωτική [[συνήθως]]) [[ιεραρχία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «διακριτικό [[σημείο]]» — [[σημάδι]] που τοποθετείται [[πάνω]], [[κάτω]] ή [[δίπλα]] στα λατινικά γράμματα για να αποδοθεί [[φθόγγος]] ευρωπαϊκής ή άλλης γλώσσας που δεν υπήρχε στη Λατινική<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «διακριτική [[ευχέρεια]]» — [[δυνατότητα]] που παρέχει ο [[νόμος]] για [[εκλογή]] [[ανάμεσα]] σε περισσότερες από μία λύσεις, [[εξίσου]] νόμιμες<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το διακριτικόν</i><br /><b>1.</b> η [[διακριτικότητα]]<br /><b>2.</b> τον [[ενδιαφέρον]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η διακριτική</i><br />η [[ικανότητα]] να διακρίνει [[κανείς]]. | |||
}} | }} |