3,276,932
edits
(big3_12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diolisthano | |Transliteration C=diolisthano | ||
|Beta Code=diolisqa/nw | |Beta Code=diolisqa/nw | ||
|Definition=(in | |Definition=(in Pl.''Ly.''216d codd. -αίνω, cf. Luc.''Cont.''1, al., Lib. ''Or.''11.225), Ion. aor. -ωλίσθησα Hp.''Art.''63: aor. 2 inf. διολισθεῖν Ar.''Nu.''434:—[[slip through]], ὑπὸ τοὺς δακτύλους Hp.''Art.''40; of a bone put out, ib.63; <b class="b3">δ. τοὺς χρήστας</b> to [[give]] them [[the slip]], Ar. l. c.; δ. καὶ διαδύεται ἡμᾶς Pl. l. c.; <b class="b3">ἐπ' ἄκρων δ. κυμάτων</b>, of a ship, Luc.''Dom.'' 12: abs., [[slip away]], Id.''Anach.''28,29; <b class="b3">δ. τὴν γλῶσσαν</b> [[slipping]] with his tongue, of one drunken, Id.''Vit.Auct.''12. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{DGE | ||
| | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> -θαίνω Pl.<i>Ly</i>.216d, Luc.<i>Cont</i>.1, Lib.<i>Or</i>.11.225, Eun.<i>VS</i> 502, Synes.<i>Insomn</i>.18<br /><b class="num">• Morfología:</b> [perf. διωλισθηκόσι Hsch.]<br /><b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[deslizarse]], [[dislocarse]] τὰ ὀστέα τὰ διολισθήσαντα Hp.<i>Art</i>.63<br /><b class="num">•</b>[[escurrirse]], [[deslizarse]] ὕδατος ... διαρρέοντος καὶ διολισθάνοντος Plu.2.1082a, cf. Chrys.M.49.108, 112, de atletas ὡς μὴ διολισθάνοιεν συμπλεκόμενοι Luc.<i>Anach</i>.29, δυσπάλαιστοί τε καὶ διολισθαίνοντες (ἀθληταί) Philostr.<i>Gym</i>.40, cf. Hdn.5.6.8, Lib.<i>Or</i>.11.225<br /><b class="num">•</b>c. gen. διολισθαίνων ... τῆς γαλήνης deslizándose por el mar tranquilo</i> Philostr.<i>Im</i>.2.16, τὰς κεφαλὰς διολισθῆσαι τοῦ βρόχου Hld.3.4.3, νηκτὸς φύσις τῶν ὑδάτων διολισθαίνουσα la naturaleza natatoria que se desliza por las aguas</i>, e.d., los peces, Gr.Naz.M.36.57D<br /><b class="num">•</b>c. giro prep., c. ὑπό: τὰ μυξώδεα ... ὑποθιγγανόμενα διολισθάνει ταχέως ὑπὸ τοὺς δακτύλους Hp.<i>Art</i>.40, c. ἐπί: τὴν δὲ ναῦν ... ἐπ' ἄκρων διολισθάνουσαν τῶν κυμάτων Luc.<i>Dom</i>.12, c. πρός: τὰ γλυκύτερα τῶν μελῶν ... πρὸς πᾶσαν ἀκοὴν ... διολισθαίνει Eun.l.c., πρὸς πτῶσιν Bas.Sel.<i>Or</i>.M.85.29C, c. ἐκ: οὐδενὸς ἡμῖν ἐκ τῆς μνήμης διολισθαίνοντος Synes.l.c.<br /><b class="num">•</b>fig. [[nacer]] τὰ κυόμενα ... διολισθάνειν καὶ ἐκπίπτειν ῥᾷον Ael.<i>NA</i> 12.17 (= Democr.A 152), μνηστῆς διωλίσθησε γυναικός nació (Cristo) de una mujer casada</i> Gr.Naz.M.37.547A.<br /><b class="num">2</b> fig. [[escapar a]] en sent. neg., i.e., [[quedarse sin]] c. gen. [[ἄμφω]] διολισθήσουσι τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ del alma y el cuerpo, Meth.<i>Res</i>.1.61, διολισθήσει (Χριστός) ... τοῦ Θεὸς εἶναι Didym.M.39.944A, cf. Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.616.<br /><b class="num">II</b> tr.<br /><b class="num">1</b> fig. [[escabullirse]], [[escapar a]] τοὺς χρήστας Ar.<i>Nu</i>.434, (τὸ καλόν) διολισθαίνει καὶ διαδύεται ἡμᾶς lo bello se nos escabulle y se nos escapa</i> Pl.l.c., τὰς ... ἐπιβουλάς Plb.18.15.12, τὸν παρόντα καιρόν Plb.18.37.11, (τῶν σωμάτων) διολισθανόντων ... τὰς ἐναπολήψεις καὶ περιπλοκάς escapando (los átomos) a los acoplamientos e integraciones</i> Plu.2.317a, λαγωὸς ... διολισθῆσαι τοὺς δεσμοὺς ἐθέλει Philostr.<i>Im</i>.2.17, ἄλλους (Ἔρωτας) <i>Anacreont</i>.30.<br /><b class="num">2</b> fig. τὴν γλῶτταν διολισθάνων deslizando la lengua</i>, e.d. balbuceando</i> de un borracho, Luc.<i>Vit.Auct</i>.12. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>att. c.</i> [[διολισθαίνω]]. | |btext=<i>att. c.</i> [[διολισθαίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''διολισθάνω''': (παρὰ μεταγεν. -αίνω, ἴδε ὀλισθαίνω)· μέλλ. -ολισθήσω· Ἰων. ἀόρ. -ωλίσθησα Ἱππ. Ἄρθρ. 829. Ὀλισθαίνω διὰ μέσου, «ξεγλιστρῶ», ὑπὸ τοὺς δακτύλους [[αὐτόθι]] 806· ἐπὶ μέλους ἐξηρθρωμένου, ὁ αὐτ. 829· δ. τινά, [[διαφεύγω]], Ἀριστοφ. Νεφ. 434, Πλάτ. Λυσ. 216C· ἐπ’ [[ἄκρων]] δ. κυμάτων, ἐπὶ πλοίου, Λουκ. Οἴκ. 12· ἀπόλ., ὀλισθαίνω καὶ [[φεύγω]], ὁ αὐτ. Ἀναχ. 28. 29· δ. τὴν γλῶσσαν, πλημμελῶ, [[ἁμαρτάνω]] ἐν τοῖς λόγοις, ἐπὶ μεθύοντος, ὁ αὐτ. Βίων Πράσ. 12. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διολισθάνω:''' μέλ. <i>-ολισθήσω</i>, [[γλιστρώ]] διαμέσου, [[ξεγλιστρώ]], με αιτ., σε Αριστοφ.· απόλ., [[ξεγλιστρώ]] και απομακρύνομαι, σε Λουκ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -ολισθήσω<br />to [[slip]] [[through]], to [[give]] one the [[slip]], c. acc., Ar.: absol. to [[slip]] [[away]], Luc. | |||
}} | }} |