κάτεργος: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(20)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katergos
|Transliteration C=katergos
|Beta Code=ka/tergos
|Beta Code=ka/tergos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">worked, cultivated</b>, χώρα <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>5.14.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">κάτεργον, τό</b>, <b class="b2">wages</b>, PHib.1.119 (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PRev.Laws</span>45.8</span> (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>472.6</span> (iii B.C.), etc.; <b class="b2">labour-costs</b>, τὸ εἰς τὴν πλίνθον κ. γεινόμενον <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>4.365.4</span> (iii B.C.), cf. <span class="bibl"><span class="title">PLille</span>1.50</span> (iii B.C.); <b class="b3">εἰς κ. τῆς σκηνῆς</b> for the <b class="b2">service</b> of the tabernacle, <span class="bibl">LXX <span class="title">Ex.</span>30.16</span>; <b class="b3">εἰς πάντα τὰ κ. αὐτῆς</b> ib.<span class="bibl">35.21</span>.</span>
|Definition=κάτεργον,<br><span class="bld">A</span> [[worked]], [[cultivated]], χώρα [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 5.14.5.<br><span class="bld">II</span> [[κάτεργον]], τό, [[wages]], PHib.1.119 (iii B.C.), ''PRev.Laws''45.8 (iii B.C.), ''PCair.Zen.''472.6 (iii B.C.), etc.; [[labour-costs]], τὸ εἰς τὴν πλίνθον κ. γεινόμενον ''PSI''4.365.4 (iii B.C.), cf. ''PLille''1.50 (iii B.C.); <b class="b3">εἰς κ. τῆς σκηνῆς</b> for the [[service]] of the tabernacle, [[LXX]] ''Ex.''30.16; <b class="b3">εἰς πάντα τὰ κ. αὐτῆς</b> ib.35.21.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (AM [[κάτεργος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <i>το [[κάτεργο]]<br />i) (παλαιότερα) αχρηστευμένο και ελλιμενισμένο [[πλοίο]], το οποίο χρησίμευε ως [[φυλακή]] καταδίκων<br />ii) [[κάθε]] πολεμικό [[πλοίο]], [[γαλέρα]] και γενικὼς μεγάλο [[πλοίο]]<br />β) <b>φρ.</b> i) «[[καταδίκη]] σε κάτεργα» — [[βαριά]] [[ποινή]] πρόσκαιρων ή ισόβιων δεσμών με καταναγκαστικά έργα και ειδ. σε [[κωπηλασία]] κατέργου<br />ii) «[[άνθρωπος]] τών κατέργων» — [[κακοποιός]], [[εγκληματίας]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[κάτεργο]](<i>ν</i>)<br />[[είδος]] μεσαιωνικού κωπήλατου ιστιοφόρου πολεμικού, πειρατικού ή εμπορικού πλοίου, με δύο ή [[τρεις]] σειρές κουπιών, στο οποίο [[συχνά]] δούλευαν ως κωπηλάτες ή ναύτες κατάδικοι<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κάτεργον</i><br />[[υπηρεσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κατεργασμένος, επεξεργασμένος<br /><b>2.</b> (για γη) ο καλλιεργημένος («[[χώρα]] πᾱσα [[κάτεργος]] γέγονεν», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) (για ναό) οι εργασίες, οι υπηρεσίες, οι δαπάνες για τη [[λατρεία]] («λήψῃ τὸ [[ἀργύριον]] εἰσφορᾱς... καὶ δώσεις αὐτὸ εἰς τὸ κάτεργον τῆς σκηνῆς τοῡ μαρτυρίου», ΠΔ)<br />β) θρησκευτική [[υπηρεσία]], [[ιερό]] [[λειτούργημα]] («οὐδενὶ [[πρέπον]], ἐν προσευχῇ [[πάρεργον]], μᾱλλον δὲ κάτεργον», <b>Ιω. Κλίμ.</b>)<br />β) <b>πάπ.</b> [[τιμή]] ή [[δαπάνη]] για [[εργασία]] ή [[κατεργασία]]<br />γ) [[αμοιβή]] [[εργάτη]], [[μισθός]], [[ημερομίσθιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>άν</i>-<i>εργος</i>, <i>πάρ</i>-<i>εργος</i>].
|mltxt=-ο (AM [[κάτεργος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το [[κάτεργο]]<br />i) (παλαιότερα) αχρηστευμένο και ελλιμενισμένο [[πλοίο]], το οποίο χρησίμευε ως [[φυλακή]] καταδίκων<br />ii) [[κάθε]] πολεμικό [[πλοίο]], [[γαλέρα]] και γενικὼς μεγάλο [[πλοίο]]<br />β) <b>φρ.</b> i) «[[καταδίκη]] σε κάτεργα» — [[βαριά]] [[ποινή]] πρόσκαιρων ή ισόβιων δεσμών με καταναγκαστικά έργα και ειδ. σε [[κωπηλασία]] κατέργου<br />ii) «[[άνθρωπος]] τών κατέργων» — [[κακοποιός]], [[εγκληματίας]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[κάτεργο]](<i>ν</i>)<br />[[είδος]] μεσαιωνικού κωπήλατου ιστιοφόρου πολεμικού, πειρατικού ή εμπορικού πλοίου, με δύο ή [[τρεις]] σειρές κουπιών, στο οποίο [[συχνά]] δούλευαν ως κωπηλάτες ή ναύτες κατάδικοι<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κάτεργον</i><br />[[υπηρεσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κατεργασμένος, επεξεργασμένος<br /><b>2.</b> (για γη) ο καλλιεργημένος («[[χώρα]] πᾶσα [[κάτεργος]] γέγονεν», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) (για ναό) οι εργασίες, οι υπηρεσίες, οι δαπάνες για τη [[λατρεία]] («λήψῃ τὸ [[ἀργύριον]] εἰσφορᾱς... καὶ δώσεις αὐτὸ εἰς τὸ κάτεργον τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου», ΠΔ)<br />β) θρησκευτική [[υπηρεσία]], [[ιερό]] [[λειτούργημα]] («οὐδενὶ [[πρέπον]], ἐν προσευχῇ [[πάρεργον]], μᾶλλον δὲ κάτεργον», <b>Ιω. Κλίμ.</b>)<br />β) <b>πάπ.</b> [[τιμή]] ή [[δαπάνη]] για [[εργασία]] ή [[κατεργασία]]<br />γ) [[αμοιβή]] [[εργάτη]], [[μισθός]], [[ημερομίσθιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[άνεργος]], [[πάρεργος]]].
}}
}}