συμφορητός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symforitos
|Transliteration C=symforitos
|Beta Code=sumforhto/s
|Beta Code=sumforhto/s
|Definition=ή, όν, (ος, ον <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1286a29</span>) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[brought together]], [[collected]], πόλις ἐκ πολλῶν σ. ἐθνῶν <span class="bibl">D.H.3.10</span>; Χρησμοὶ ἐκ πολλῶν τόπων <span class="bibl">Id.4.62</span>; συμφορητὸς [[ὄχλος]] <span class="bibl">Id.<span class="title">Dem.</span>36</span>; σ. ἐκ ποικίλων πτερῶν <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pseudol.</span>5</span>; ἐκ σ. ῥακίων ἠπημένος <span class="title">BCH</span>51.326 (Athens). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> συμφορητὰ [[δεῖπνον|δεῖπνα]], συμφορητὴ [[ἑστίασις]], [[potluck banquet]], a [[meal]] [[towards]] which each [[guest]] [[contribute]]s, [[picnic]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1281b3</span>, <span class="bibl">1286a29</span>.</span>
|Definition=συμφορητή, συμφορητόν, (ος, ον Arist.''Pol.''1286a29)<br><span class="bld">A</span> [[brought together]], [[collected]], πόλις ἐκ πολλῶν σ. ἐθνῶν D.H.3.10; Χρησμοὶ ἐκ πολλῶν τόπων Id.4.62; συμφορητὸς [[ὄχλος]] Id.''Dem.''36; σ. ἐκ ποικίλων πτερῶν Luc.''Pseudol.''5; ἐκ σ. ῥακίων ἠπημένος ''BCH''51.326 (Athens).<br><span class="bld">2</span> συμφορητὰ [[δεῖπνον|δεῖπνα]], συμφορητὴ [[ἑστίασις]], [[potluck banquet]], a [[meal]] [[towards]] which each [[guest]] [[contribute]]s, [[picnic]], Arist.''Pol.''1281b3, 1286a29.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0992.png Seite 992]] zusammengetragen, Luc. Pseudol. 4; – [[δεῖπνον]], ein Schmaus, zu dem jeder Gast seinen Beitrag liefert, Picknick, Arist. pol. 3, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0992.png Seite 992]] zusammengetragen, Luc. Pseudol. 4; – [[δεῖπνον]], ein Schmaus, zu dem jeder Gast seinen Beitrag liefert, Picknick, Arist. pol. 3, 10.
}}
{{ls
|lstext='''συμφορητός''': -ή, -όν, ὁ [[ὁμοῦ]] συμπεφορημένος, ἀναμὶξ συνειλεγμένος, συνηθροισμένος, [[πόλις]] ἐκ πολλῶν σ. ἐθνῶν Διον. Ἁλ. 3. 10· χρησμοὶ ἐκ πολλῶν συμφορητοὶ τόπων ὁ αὐτ. 4. 62· σ. [[ὄχλος]], ὁ αὐτ. π. Δημ. 36· [[λόγος]] ἐκ ποικίλων πτερῶν σ. Λουκ. Ψευδολ. 4. 2) σ. [[δεῖπνον]], σ. [[ἑστίασις]], [[δεῖπνον]], εἰς ὃ [[ἕκαστος]] τῶν συνδαιτημόνων συνεισφέρει τὸ [[μέρος]] του, [[δεῖπνον]] δι’ ἐράνου, Λατιν. coena cοllatitia. Ἀριστ. Πολιτ. 3. 11, 2., 3. 15, 7· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 493.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />rassemblé, fait de pièces rapportées, de morceaux rattachés, de peuples réunis, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[συμφορέω]].
|btext=ή, όν :<br />rassemblé, fait de pièces rapportées, de morceaux rattachés, de peuples réunis, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[συμφορέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συμφορητός -ή -όν, f. ook -ός [συμφορέω] bijeengebracht, verzameld; van maaltijden ‘potluck’ of ‘picknick’, waarbij iedereen iets meebrengt. Aristot.
}}
{{elru
|elrutext='''συμφορητός:''' [adj. verb. к [[συμφορέω]]<br /><b class="num">1</b> [[составленный]], [[состоящий]]: σ. ἐξ ἀλλοτρίων πτερῶν Luc. составленный из чужих перьев, т. е. заимствованный, скомпилированный;<br /><b class="num">2</b> [[устроенный в складчину]] ([[δεῖπνον]] Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμφορητός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει συναχθεί σε έναν [[τόπο]], συσσωρευμένος, συναθροισμένος, συγκεντρωμένος· συμφορητὸν [[δεῖπνον]], συμφορητὴ [[ἑστίασις]], [[γεύμα]] στο οποίο συνεισφέρει [[κάθε]] καλεσμένος, Λατ. [[coena]] collatitia, σε Αριστ.
|lsmtext='''συμφορητός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει συναχθεί σε έναν [[τόπο]], συσσωρευμένος, συναθροισμένος, συγκεντρωμένος· συμφορητὸν [[δεῖπνον]], συμφορητὴ [[ἑστίασις]], [[γεύμα]] στο οποίο συνεισφέρει [[κάθε]] καλεσμένος, Λατ. [[coena]] collatitia, σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμφορητός:''' [adj. verb. к [[συμφορέω]]<br /><b class="num">1)</b> составленный, состоящий: σ. ἐξ ἀλλοτρίων πτερῶν Luc. составленный из чужих перьев, т. е. заимствованный, скомпилированный;<br /><b class="num">2)</b> устроенный в складчину ([[δεῖπνον]] Arst.).
|lstext='''συμφορητός''': -ή, -όν, ὁ [[ὁμοῦ]] συμπεφορημένος, ἀναμὶξ συνειλεγμένος, συνηθροισμένος, [[πόλις]] ἐκ πολλῶν σ. ἐθνῶν Διον. Ἁλ. 3. 10· χρησμοὶ ἐκ πολλῶν συμφορητοὶ τόπων ὁ αὐτ. 4. 62· σ. [[ὄχλος]], ὁ αὐτ. π. Δημ. 36· [[λόγος]] ἐκ ποικίλων πτερῶν σ. Λουκ. Ψευδολ. 4. 2) σ. [[δεῖπνον]], σ. [[ἑστίασις]], [[δεῖπνον]], εἰς ὃ [[ἕκαστος]] τῶν συνδαιτημόνων συνεισφέρει τὸ [[μέρος]] του, [[δεῖπνον]] δι’ ἐράνου, Λατιν. coena cοllatitia. Ἀριστ. Πολιτ. 3. 11, 2., 3. 15, 7· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 493.
}}
{{elnl
|elnltext=συμφορητός -ή -όν, f. ook -ός [συμφορέω] bijeengebracht, verzameld; van maaltijden ‘potluck’ of ‘picknick’, waarbij iedereen iets meebrengt. Aristot.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συμφορητός]], ή, όν [from [[συμφορέω]]<br />brought [[together]], [[collected]], ς. [[δεῖπνον]], ς. [[ἑστίασις]] a [[meal]] to [[which]] [[each]] [[guest]] contributes, Lat. [[coena]] collatitia, Arist.
|mdlsjtxt=[[συμφορητός]], ή, όν [from [[συμφορέω]]<br />brought [[together]], [[collected]], ς. [[δεῖπνον]], ς. [[ἑστίασις]] a [[meal]] to [[which]] [[each]] [[guest]] contributes, Lat. [[coena]] collatitia, Arist.
}}
}}