ἐρινάζω: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=erinazo
|Transliteration C=erinazo
|Beta Code=e)rina/zw
|Beta Code=e)rina/zw
|Definition=aor. I inf. <b class="b3">ἐρινάξαι</b> and <b class="b3">ἐρινάσαι</b>, Hsch.:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[hang fruiting branches of the wild fig]] (ἐρινεός) [[near the cultivated fig]] (συκῆ) in order that the gall-insect (ψήν) which lives in the wild fruit may carry pollen to the <b class="b3">σῦκον</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>2.9.5</span>:—Pass., τὸ ἐρινασμένον [[the fig subjected to caprification]], <span class="bibl">Id.<span class="title">HP</span>2.8.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">gather wild figs</b>, <span class="bibl">Poll. 7.143</span>.</span>
|Definition=aor. I inf. [[ἐρινάξαι]] and [[ἐρινάσαι]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]:—<br><span class="bld">A</span> [[hang fruiting branches of the wild fig]] ([[ἐρινεός]]) [[near the cultivated fig]] ([[συκῆ]]) in order that the gall-insect ([[ψήν]]) which lives in the wild fruit may carry pollen to the [[σῦκον]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.9.5:—Pass., τὸ ἐρινασμένον [[the fig subjected to caprification]], Id.''HP''2.8.3.<br><span class="bld">II</span> [[gather wild figs]], Poll. 7.143.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρῑνάζω''': μέλλ. -άσω, Δωρ. -άξω· -ὡς τὸ Λατ. caprifico, «ἐρινάζειν, ὀλύνθους περιάπτειν ταῖς ἡμέραις συκαῖς ἀπὸ τῶν ἐρινέων καὶ ἀγρίων συκῶν, ἐξ’ ὧν οἱ λεγόμενοι ψῆνες μετεισέρχονται εἰς τὸν τῶν ἡμέρων συκῶν καρπὸν καὶ κρατύνουσιν αὐτόν, [[ὥστε]] μὴ ἀπορρυῆναι τῶν δένδρων» (Φωτίου Λέξ. Συναγ.)· δι’ ὅ καὶ ἐρινάζουσι τὰς συκᾶς· τοῦτο δὲ ποιοῦσιν [[ὅπως]] οἱ ψῆνες οἱ ἐκ τῶν ἐρινῶν τῶν ἐπικρεμαννυμένων γιγνόμενοι διοίγωσι τὰ ἐπὶ τῆς συκῆς κτλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 5, πρβλ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 8, 1, ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 6, καὶ πρβλ. Ἡρόδ. 1. 193· τὸ ἠρινασμένον, τὸ γονιμοποιηθὲν [[σῦκον]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 8, 3· πρβλ. ψήν, [[ὀλυνθάζω]]. ΙΙ. συνάζω ἄγρια σῦκα, «ἐρινάζειν... τὸ τὰ ἐρινὰ ἀφαιροῦντας εἰς θύλακα κατατίθεσθαι (ἐρινὰ γὰρ τοῦ ἐρινεοῦ σῦκα») [[Πολυδ]]. Ζ΄, 143, Ἡσύχ.
|lstext='''ἐρῑνάζω''': μέλλ. -άσω, Δωρ. -άξω· -ὡς τὸ Λατ. caprifico, «ἐρινάζειν, ὀλύνθους περιάπτειν ταῖς ἡμέραις συκαῖς ἀπὸ τῶν ἐρινέων καὶ ἀγρίων συκῶν, ἐξ’ ὧν οἱ λεγόμενοι ψῆνες μετεισέρχονται εἰς τὸν τῶν ἡμέρων συκῶν καρπὸν καὶ κρατύνουσιν αὐτόν, [[ὥστε]] μὴ ἀπορρυῆναι τῶν δένδρων» (Φωτίου Λέξ. Συναγ.)· δι’ ὅ καὶ ἐρινάζουσι τὰς συκᾶς· τοῦτο δὲ ποιοῦσιν [[ὅπως]] οἱ ψῆνες οἱ ἐκ τῶν ἐρινῶν τῶν ἐπικρεμαννυμένων γιγνόμενοι διοίγωσι τὰ ἐπὶ τῆς συκῆς κτλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 5, πρβλ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 8, 1, ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 6, καὶ πρβλ. Ἡρόδ. 1. 193· τὸ ἠρινασμένον, τὸ γονιμοποιηθὲν [[σῦκον]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 8, 3· πρβλ. ψήν, [[ὀλυνθάζω]]. ΙΙ. συνάζω ἄγρια σῦκα, «ἐρινάζειν... τὸ τὰ ἐρινὰ ἀφαιροῦντας εἰς θύλακα κατατίθεσθαι (ἐρινὰ γὰρ τοῦ ἐρινεοῦ σῦκα») Πολυδ. Ζ΄, 143, Ἡσύχ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ερινεάζω και ερινιάζω και ρινιάζω (AM [[ἐρινάζω]]) [[ερινάς]]<br /><b>1.</b> [[κρεμώ]] τον καρπό της άγριας συκιάς ([[ερινεός]]) στα κλαδιά ήμερης για να μεταφέρουν τα μικρά έντομα που ζουν στον καρπό της άγριας [[γύρη]] με σκοπό να γονιμοποιηθεί η ήμερη, [[γονιμοποιώ]] άγρια [[συκιά]] κρεμώντας στα κλαδιά της ερινεούς<br /><b>2.</b> [[μαζεύω]] άγρια σύκα<br /><b>3.</b> (ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>το ερινασμένο</i><br />[[σύκο]] γονιμοποιημένο.
|mltxt=και ερινεάζω και ερινιάζω και ρινιάζω (AM [[ἐρινάζω]]) [[ερινάς]]<br /><b>1.</b> [[κρεμώ]] τον καρπό της άγριας συκιάς ([[ερινεός]]) στα κλαδιά ήμερης για να μεταφέρουν τα μικρά έντομα που ζουν στον καρπό της άγριας [[γύρη]] με σκοπό να γονιμοποιηθεί η ήμερη, [[γονιμοποιώ]] άγρια [[συκιά]] κρεμώντας στα κλαδιά της ερινεούς<br /><b>2.</b> [[μαζεύω]] άγρια σύκα<br /><b>3.</b> (ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>το ερινασμένο</i><br />[[σύκο]] γονιμοποιημένο.
}}
}}