κατάχρυσος: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katachrysos
|Transliteration C=katachrysos
|Beta Code=kata/xrusos
|Beta Code=kata/xrusos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">overlaid with gold-leaf, gilded</b>, IG12.280.78, 22.1388.75, <span class="title">SIG</span>1106.125 (Cos, iv/iii B.C.), <span class="bibl">Onos.1.20</span>, Plu.2.753 f, <span class="bibl">Luc. <span class="title">Alex.</span>13</span>; κόμη κ. τῇ χρόᾳ <span class="bibl">Ach.Tat.5.13</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., of persons, [[gilded]], <span class="bibl">Diph.60.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[rich in gold]], ψάμμος <span class="bibl">Poll.7.97</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> metaph., [[spurious]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>5.15</span>. Adv. -σως [[speciously]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Piet.</span>17</span>.</span>
|Definition=κατάχρυσον,<br><span class="bld">A</span> [[overlaid with gold-leaf]], [[gilded]], IG12.280.78, 22.1388.75, ''SIG''1106.125 (Cos, iv/iii B.C.), Onos.1.20, Plu.2.753 f, Luc. ''Alex.''13; κόμη κ. τῇ χρόᾳ Ach.Tat.5.13.<br><span class="bld">2</span> metaph., of persons, [[gilded]], Diph.60.1.<br><span class="bld">3</span> [[rich in gold]], ψάμμος Poll.7.97.<br><span class="bld">4</span> metaph., [[spurious]], Phld.''Po.''5.15. Adv. [[καταχρύσως]] = [[speciously]], Id.''Piet.''17.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1392.png Seite 1392]] leicht vergoldet, mit Goldschaum überzogen, vgl. [[ἐπίχρυσος]]; [[διάζωμα]] Luc. Alex. 13; a. Sp. – Sehr reich; übertr., [[Εὐριπίδης]], der goldene, Diphil. bei Ath. X, 422 h. Vgl. das Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1392.png Seite 1392]] leicht vergoldet, mit Goldschaum überzogen, vgl. [[ἐπίχρυσος]]; [[διάζωμα]] Luc. Alex. 13; a. Sp. – Sehr reich; übertr., [[Εὐριπίδης]], der goldene, Diphil. bei Ath. X, 422 h. Vgl. das Folgde.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κατάχρῡσος''': -ον, κεκαλυμμένος μὲ χρυσόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 7, 10, κτλ., Πλούτ. 2. 753F· κ. [[διάζωμα]] Λουκ. Ἀλέξ. 13·- ([[ἐπίχρυσος]], σημαίνει περικεκαλυμμένος μὲ χρυσόν, [[περίχρυσος]] δὲ [[χρυσόδετος]], δεδεμένος μὲ χρυσόν, ἴδε Böckh Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σ. 191). 2) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, [[χρυσοῦς]], «χρυσὸς [[ἄνθρωπος]]», «ἕνα κομμάτι μάλαμμα», Δίφιλ. ἐν «Παρασ.»1. 1. 3)[[πλούσιος]] εἰς χρυσόν, [[χρυσοφόρος]] γῆ, «κ. [[ψάμμος]], [[ὑπόχρυσος]] γῆ, [[ἐπίχρυσος]] [[κόνις]], χρυσῖτις γῆ» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 97.
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[en or]];<br /><b>2</b> [[doré]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χρυσός]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατάχρυσος -ον &#91;[[κατά]], [[χρυσός]]] [[verguld]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> en or;<br /><b>2</b> doré.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χρυσός]].
|elrutext='''κατάχρῡσος:''' [[отделанный золотом или позолоченный]] ([[διάζωμα]] Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάχρυσος]], -ον)<br /><b>1.</b> καλυμμένος ή στολισμένος με χρυσό, [[επίχρυσος]], [[χρυσοστόλιστος]], [[χρυσοποίκιλτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πολλές καλές ιδιότητες, [[πολλά]] προτερήματα, [[αξιαγάπητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου από χρυσό, [[ολόχρυσος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πλούσιος]] σε χρυσό, αυτός που περιέχει πολύ χρυσό, [[χρυσοφόρος]] («[[κατάχρυσος]] [[ψάμμος]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο επιφανειακά μόνο [[χρυσός]], [[κίβδηλος]], [[κάλπικος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταχρύσως</i> (Α)<br />προσποιητά, επιτηδευμένα.
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάχρυσος]], -ον)<br /><b>1.</b> καλυμμένος ή στολισμένος με χρυσό, [[επίχρυσος]], [[χρυσοστόλιστος]], [[χρυσοποίκιλτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πολλές καλές ιδιότητες, [[πολλά]] προτερήματα, [[αξιαγάπητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου από χρυσό, [[ολόχρυσος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πλούσιος]] σε χρυσό, αυτός που περιέχει πολύ χρυσό, [[χρυσοφόρος]] («[[κατάχρυσος]] [[ψάμμος]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο επιφανειακά μόνο [[χρυσός]], [[κίβδηλος]], [[κάλπικος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταχρύσως</i> (Α)<br />προσποιητά, επιτηδευμένα.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάχρῡσος:''' -ον, επιστρωμένος με φύλλα χρυσού, [[επίχρυσος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''κατάχρῡσος:''' -ον, επιστρωμένος με φύλλα χρυσού, [[επίχρυσος]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατάχρῡσος:''' отделанный золотом или позолоченный ([[διάζωμα]] Luc.).
|lstext='''κατάχρῡσος''': -ον, κεκαλυμμένος μὲ χρυσόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 7, 10, κτλ., Πλούτ. 2. 753F· κ. [[διάζωμα]] Λουκ. Ἀλέξ. 13·- ([[ἐπίχρυσος]], σημαίνει περικεκαλυμμένος μὲ χρυσόν, [[περίχρυσος]] δὲ [[χρυσόδετος]], δεδεμένος μὲ χρυσόν, ἴδε Böckh Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σ. 191). 2) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, [[χρυσοῦς]], «χρυσὸς [[ἄνθρωπος]]», «ἕνα κομμάτι μάλαμμα», Δίφιλ. ἐν «Παρασ.»1. 1. 3)[[πλούσιος]] εἰς χρυσόν, [[χρυσοφόρος]] γῆ, «κ. [[ψάμμος]], [[ὑπόχρυσος]] γῆ, [[ἐπίχρυσος]] [[κόνις]], χρυσῖτις γῆ» Πολυδ. Ζ΄, 97.
}}
{{elnl
|elnltext=κατάχρυσος -ον [κατά, χρυσός] verguld.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κατά]]-χρῡσος, ον<br />overlaid with [[gold]]-[[leaf]], [[gilded]], Luc.
|mdlsjtxt=[[κατά]]-χρῡσος, ον<br />overlaid with [[gold]]-[[leaf]], [[gilded]], Luc.
}}
}}