3,270,340
edits
(46) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chremptomai | |Transliteration C=chremptomai | ||
|Beta Code=xre/mptomai | |Beta Code=xre/mptomai | ||
|Definition=aor. εχρεμψάμην Luc. (v. infr.), | |Definition=aor. εχρεμψάμην Luc. (v. infr.), Jul.''Or.''7.205c:—[[clear one's throat]], [[hawk]] and [[spit]], [[cough]], E.''Cyc.''626; esp. before making a speech, Ar.''Th.''381; χ. ὡς πτύσων Gal.''Protr.''8: c. acc., [[αἱματώδης|αἱματῶδες]] χρέμπτομαι = [[spit]] [[blood]], Hp.''Epid.''5.14; μῆλα χ. Eup.163(lyr.); πλατὺ χρεμψάμενος Luc.''Cat.''12, cf. ''Pr.Im.''20:—Pass., πράσα.. χρέμπτεται are [[expectorant]], Ruf. ap. Orib.inc.4.28. (Akin to [[χρεμετίζω]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1370.png Seite 1370]] sich räuspern, bes. ausspucken; Eur. Cycl. 626; σιώπα, πρόσεχε τὸν | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1370.png Seite 1370]] sich räuspern, bes. ausspucken; Eur. Cycl. 626; σιώπα, πρόσεχε τὸν νοῦν· χρέμπτεται γὰρ [[ἤδη]], [[ὅπερ]] ποιοῦσ' οἱ ῥήτορες Ar. Th. 381; Luc. Catapl. 12; auch kom. μῆλα χρέμπ τεται, Eupol. bei Ath. XIV, 646 f. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=cracher avec force <i>ou</i> avec bruit.<br />'''Étymologie:''' DELG [[χρεμετίζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρέμπτομαι:''' [[харкать]], [[сплевывать]] Eur., Arph., Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρέμπτομαι''': μέλλ. -ψομαι, ἀποθ., βήχω [[ὅπως]] [[ἐκβάλλω]] [[φλέγμα]] ἢ βήχω καὶ [[ἐκβάλλω]] [[φλέγμα]], οὐδὲ πνεῖν ἐῶ,.. οὐδὲ χρέμπτεσθαί τινα Εὐρ. Κύκλ. 626· ἐπὶ ῥήτορος μέλλοντος νὰ ἀγορεύσῃ, σιώπα, πρόσεχε τὸν νοῦν· χρέμπτεται γὰρ ἤδη, [[ὅπερ]] ποιοῦσιν οἱ ῥήτορες Ἀριστοφ. Θεσμ. 381· μετ’ αἰτ., αἱματῶδες χρ., διὰ τῆς χρέμψεως ἐκπτύει [[αἷμα]], Ἱππ. 1145G· οὕτω, μῆλα χρέμπτεται Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 17· πλατὺ χρεμψάμενος Λουκ. Κατάπλ. 12, πρβλ. τὸν αὐτ. [[ὑπὲρ]] τῶν Εἰκόν. 20. (Συγγενὲς τῷ [[χρεμετίζω]], πρβλ. τὸν αὐτ. ὑπέρ τῶν Εἰκόν. 20. (Συγγενὲς τῷ [[χρεμετίζω]], πρβλ. τὸ Λατ. s-creo). | |lstext='''χρέμπτομαι''': μέλλ. -ψομαι, ἀποθ., βήχω [[ὅπως]] [[ἐκβάλλω]] [[φλέγμα]] ἢ βήχω καὶ [[ἐκβάλλω]] [[φλέγμα]], οὐδὲ πνεῖν ἐῶ,.. οὐδὲ χρέμπτεσθαί τινα Εὐρ. Κύκλ. 626· ἐπὶ ῥήτορος μέλλοντος νὰ ἀγορεύσῃ, σιώπα, πρόσεχε τὸν νοῦν· χρέμπτεται γὰρ ἤδη, [[ὅπερ]] ποιοῦσιν οἱ ῥήτορες Ἀριστοφ. Θεσμ. 381· μετ’ αἰτ., αἱματῶδες χρ., διὰ τῆς χρέμψεως ἐκπτύει [[αἷμα]], Ἱππ. 1145G· οὕτω, μῆλα χρέμπτεται Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 17· πλατὺ χρεμψάμενος Λουκ. Κατάπλ. 12, πρβλ. τὸν αὐτ. [[ὑπὲρ]] τῶν Εἰκόν. 20. (Συγγενὲς τῷ [[χρεμετίζω]], πρβλ. τὸν αὐτ. ὑπέρ τῶν Εἰκόν. 20. (Συγγενὲς τῷ [[χρεμετίζω]], πρβλ. τὸ Λατ. s-creo). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> [[βήχω]] για να βγάλω [[φλέμα]] από τους βρόγχους, για να φτύσω το [[απόχρεμμα]], [[βγάζω]] [[ρόχαλο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αἱματῶδες [[χρέμπτομαι]]» — [[εκβάλλω]] [[αίμα]] με [[βήξιμο]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[χρέμπτομαι]], [[κατά]] την πιθανότερη [[άποψη]], [[πρέπει]] να συνδεθεί με το ρ. [[χρεμετίζω]], παρουσίασε, όμως, μια σημαντική σημασιολογική [[εξέλιξη]] και [[διαφοροποίηση]] και εξειδικεύθηκε σε όρο του ιατρικού λεξιλογίου με σημ. «[[βήχω]] για να εκβάλω [[φλέγμα]]». Με τη σημ. αυτή το ρ. [[χρέμπτομαι]] και οι τ. της οικογένειάς του μπορούν να παραβληθούν με τ. της οικογένειας του [[πτύω]], το οποίο πιθ. (όπως και το ρ. [[πτάρνυμαι]]) άσκησε [[επίδραση]] στον σχηματισμό του ρ. <i>χρέμ</i>-<i>πτ</i>-<i>ομαι</i> με το συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] -<i>πτ</i>-]. | |mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> [[βήχω]] για να βγάλω [[φλέμα]] από τους βρόγχους, για να φτύσω το [[απόχρεμμα]], [[βγάζω]] [[ρόχαλο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αἱματῶδες [[χρέμπτομαι]]» — [[εκβάλλω]] [[αίμα]] με [[βήξιμο]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[χρέμπτομαι]], [[κατά]] την πιθανότερη [[άποψη]], [[πρέπει]] να συνδεθεί με το ρ. [[χρεμετίζω]], παρουσίασε, όμως, μια σημαντική σημασιολογική [[εξέλιξη]] και [[διαφοροποίηση]] και εξειδικεύθηκε σε όρο του ιατρικού λεξιλογίου με σημ. «[[βήχω]] για να εκβάλω [[φλέγμα]]». Με τη σημ. αυτή το ρ. [[χρέμπτομαι]] και οι τ. της οικογένειάς του μπορούν να παραβληθούν με τ. της οικογένειας του [[πτύω]], το οποίο πιθ. (όπως και το ρ. [[πτάρνυμαι]]) άσκησε [[επίδραση]] στον σχηματισμό του ρ. <i>χρέμ</i>-<i>πτ</i>-<i>ομαι</i> με το συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] -<i>πτ</i>-]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χρέμπτομαι:''' μέλ. <i>-ψομαι</i>, αποθ., [[καθαρίζω]] το λαιμό μου, [[βγάζω]] φλέγματα και [[φτύνω]], [[βήχω]], σε Ευρ. (ηχομιμ. [[λέξη]]). | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[χρέμπτομαι]],<br />Dep. to [[clear]] one's [[throat]], to [[hawk]] and [[spit]], [[cough]], Eur. [Formed from the [[sound]].] | |||
}} | }} |