3,274,865
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosektikos | |Transliteration C=prosektikos | ||
|Beta Code=prosektiko/s | |Beta Code=prosektiko/s | ||
|Definition= | |Definition=προσεκτική, προσεκτικόν, ([[προσέχω]])<br><span class="bld">A</span> [[attentive]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.5.5 (Comp.); [[ἀκροατής]] Arist.''Rh.''1415a36, Ps.-Plu.''Vit.Hom.''163 (Comp.). Adv. [[προσεκτικῶς]] = [[assiduously]], [[attentively]], Phld.''Rh.''1.250S., Gal.4.445: Comp. [[προσεκτικώτερον]] = [[more cautiously]], Sor.1.55.<br><span class="bld">II</span> [[capable]] of holding the [[attention]] of a [[listener]], [[λόγος]] Hermog.''Inv.''3.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0758.png Seite 758]] ή, όν, 1) aufmerksam, Xen. Mem. 3, 5, 5, wo προσεκτικώτερος neben εὐπειθέστερος. – 2) akt., aufmerksam machend, Arist. rhet. 3, 14. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0758.png Seite 758]] ή, όν, 1) aufmerksam, Xen. Mem. 3, 5, 5, wo προσεκτικώτερος neben εὐπειθέστερος. – 2) akt., aufmerksam machend, Arist. rhet. 3, 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />attentif : τινι à qch;<br /><i>Cp.</i> προσεκτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[προσέχω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσεκτικός -ή -όν [προσέχω] [[oplettend]], [[aandachtig]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσεκτικός:''' [[внимательный]] (προσεκτικὸν ποιεῖν τινα Xen., Arst.; π. τινι Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσεκτικός''': -ή, -όν, ([[προσέχω]]) ὡς καὶ νῦν, ὁ προσέχων, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5, Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 7. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσεκτικώτεροι· νηφαλιώτεροι». | |lstext='''προσεκτικός''': -ή, -όν, ([[προσέχω]]) ὡς καὶ νῦν, ὁ προσέχων, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5, Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 7. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσεκτικώτεροι· νηφαλιώτεροι». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[προσεκτικός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[προσεχτικός]], -ή, -ό, Ν [[προσέχω]]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να προσέχει (α. «[[προσεκτικός]] [[μαθητής]]» β. «χρωμένων τῶν ῥητόρων... | |mltxt=-ή, -ό / [[προσεκτικός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[προσεχτικός]], -ή, -ό, Ν [[προσέχω]]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να προσέχει (α. «[[προσεκτικός]] [[μαθητής]]» β. «χρωμένων τῶν ῥητόρων... τοῖς προοιμίοις, [[ὑπὲρ]] τοῦ προσεκτικώτερον ἢ εὐνούστερον ποιεῖν τὸν ἀκροατήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με [[προσοχή]], [[εμπεριστατωμένος]], [[ακριβής]] (α. «προσεκτική και επιμελημένη [[εργασία]]» β. «προσεκτικά πορίσματα»)<br /><b>2.</b> [[συνετός]], [[φρόνιμος]] (α. «η [[στάση]] του ήταν πολύ προσεκτική» β. «να είσαι [[προσεκτικός]] στο [[ξένο]] [[σπίτι]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο) αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να συγκρατεί την [[προσοχή]] του ακροατή<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «προσεκτικώτεροι<br />νηφαλιώτεροι». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσεκτικώς</i> / <i>προσεκτικῶς</i> ΝΑ, και <i>προσεκτικά</i> και <i>προσεχτικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προσεκτικό, με [[προσοχή]], με [[σύνεση]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσεκτικός:''' -ή, -όν ([[προσέχω]]), [[προσεκτικός]], [[επιμελής]], σε Ξεν. | |lsmtext='''προσεκτικός:''' -ή, -όν ([[προσέχω]]), [[προσεκτικός]], [[επιμελής]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[προσεκτικός]], ή, όν [[προσέχω]]<br />[[attentive]], Xen. | |mdlsjtxt=[[προσεκτικός]], ή, όν [[προσέχω]]<br />[[attentive]], Xen. | ||
}} | }} |