3,277,636
edits
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stiliteyo | |Transliteration C=stiliteyo | ||
|Beta Code=sthliteu/w | |Beta Code=sthliteu/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[inscribe on a]] στήλη, τὴν κατάραν Plu.2.354b; [[record]], τὰς ἀρετὰς ἐν ταῖς γραφαῖς Ph.2.2 (Pass.), cf. 2.24, al.:—Pass., τὰ ὀνόματα αὐτῶν ἐστηλιτεύθη Philoch.111.<br><span class="bld">2</span> = [[στηλοκοπέω]], ἐστηλίτευσαν, ἐστηλιτευμένος cited among forms of punishment by Poll.8.73; <b class="b3">οἱ ἀπογνωσθέντες ὑπ' αὐτῶν καὶ -ευθέντες</b> [[held up to public scorn]], Iamb.''VP''35.252. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[στηλίτης]]<br /><b>1.</b> (στην [[αρχαιότητα]]) [[αναγράφω]] σε [[στήλη]] το όνομα ατόμου και την [[πράξη]] που έκανε, για διασυρμό και παραδειγματισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επικρίνω]] με [[δριμύτητα]], [[στιγματίζω]] κάποιον φέρνοντας στη [[δημοσιότητα]] τις επονείδιστες πράξεις του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αναφέρω]], [[εξιστορώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγράφω]] [[κάτι]] σε [[στήλη]] προκειμένου να το κοινοποιήσω («στηλιτεῦσαι τὴν κατάραν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>ἐστηλιτευμένος</i><br />στιγματισμένος ως [[άτιμος]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. αορ.) <i>στηλιτευθέντες</i><br />αυτοί που έχουν εκτεθεί σε [[δημόσια]] [[περιφρόνηση]]. | |mltxt=ΝΜΑ [[στηλίτης]]<br /><b>1.</b> (στην [[αρχαιότητα]]) [[αναγράφω]] σε [[στήλη]] το όνομα ατόμου και την [[πράξη]] που έκανε, για διασυρμό και παραδειγματισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επικρίνω]] με [[δριμύτητα]], [[στιγματίζω]] κάποιον φέρνοντας στη [[δημοσιότητα]] τις επονείδιστες πράξεις του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αναφέρω]], [[εξιστορώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγράφω]] [[κάτι]] σε [[στήλη]] προκειμένου να το κοινοποιήσω («στηλιτεῦσαι τὴν κατάραν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>ἐστηλιτευμένος</i><br />στιγματισμένος ως [[άτιμος]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. αορ.) <i>στηλιτευθέντες</i><br />αυτοί που έχουν εκτεθεί σε [[δημόσια]] [[περιφρόνηση]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[μνημονεύω]], τοιχοκολλῶ, [[στιγματίζω]]). Ἀπό τό [[στηλίτης]] (=αὐτός πού εἶναι γραμμένος στή [[στήλη]] δημόσια), πού παράγεται ἀπό τό [[στήλη]] τοῦ [[ἵστημι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |