στηλιτεύω: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stiliteyo
|Transliteration C=stiliteyo
|Beta Code=sthliteu/w
|Beta Code=sthliteu/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[inscribe on a]] στήλη, τὴν κατάραν Plu.2.354b; [[record]], τὰς ἀρετὰς ἐν ταῖς γραφαῖς <span class="bibl">Ph.2.2</span> (Pass.), cf. <span class="bibl">2.24</span>, al.:—Pass., τὰ ὀνόματα αὐτῶν ἐστηλιτεύθη <span class="bibl">Philoch.111</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[στηλοκοπέω]], ἐστηλίτευσαν, ἐστηλιτευμένος cited among forms of punishment by <span class="bibl">Poll.8.73</span>; <b class="b3">οἱ ἀπογνωσθέντες ὑπ' αὐτῶν καὶ -ευθέντες</b> [[held up to public scorn]], <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>35.252</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[inscribe on a]] στήλη, τὴν κατάραν Plu.2.354b; [[record]], τὰς ἀρετὰς ἐν ταῖς γραφαῖς Ph.2.2 (Pass.), cf. 2.24, al.:—Pass., τὰ ὀνόματα αὐτῶν ἐστηλιτεύθη Philoch.111.<br><span class="bld">2</span> = [[στηλοκοπέω]], ἐστηλίτευσαν, ἐστηλιτευμένος cited among forms of punishment by Poll.8.73; <b class="b3">οἱ ἀπογνωσθέντες ὑπ' αὐτῶν καὶ -ευθέντες</b> [[held up to public scorn]], Iamb.''VP''35.252.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[στηλίτης]]<br /><b>1.</b> (στην [[αρχαιότητα]]) [[αναγράφω]] σε [[στήλη]] το όνομα ατόμου και την [[πράξη]] που έκανε, για διασυρμό και παραδειγματισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επικρίνω]] με [[δριμύτητα]], [[στιγματίζω]] κάποιον φέρνοντας στη [[δημοσιότητα]] τις επονείδιστες πράξεις του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αναφέρω]], [[εξιστορώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγράφω]] [[κάτι]] σε [[στήλη]] προκειμένου να το κοινοποιήσω («στηλιτεῦσαι τὴν κατάραν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>ἐστηλιτευμένος</i><br />στιγματισμένος ως [[άτιμος]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. αορ.) <i>στηλιτευθέντες</i><br />αυτοί που έχουν εκτεθεί σε [[δημόσια]] [[περιφρόνηση]].
|mltxt=ΝΜΑ [[στηλίτης]]<br /><b>1.</b> (στην [[αρχαιότητα]]) [[αναγράφω]] σε [[στήλη]] το όνομα ατόμου και την [[πράξη]] που έκανε, για διασυρμό και παραδειγματισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επικρίνω]] με [[δριμύτητα]], [[στιγματίζω]] κάποιον φέρνοντας στη [[δημοσιότητα]] τις επονείδιστες πράξεις του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αναφέρω]], [[εξιστορώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγράφω]] [[κάτι]] σε [[στήλη]] προκειμένου να το κοινοποιήσω («στηλιτεῦσαι τὴν κατάραν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>ἐστηλιτευμένος</i><br />στιγματισμένος ως [[άτιμος]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. αορ.) <i>στηλιτευθέντες</i><br />αυτοί που έχουν εκτεθεί σε [[δημόσια]] [[περιφρόνηση]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[μνημονεύω]], τοιχοκολλῶ, [[στιγματίζω]]). Ἀπό τό [[στηλίτης]] (=αὐτός πού εἶναι γραμμένος στή [[στήλη]] δημόσια), πού παράγεται ἀπό τό [[στήλη]] τοῦ [[ἵστημι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}