βυσσοδομεύω: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vyssodomeyo
|Transliteration C=vyssodomeyo
|Beta Code=bussodomeu/w
|Beta Code=bussodomeu/w
|Definition=(δομέω) [[build in the deep]]: hence, [[brood over]] a thing [[in the depth of one's soul]], [[ponder deeply]]; Hom. only in Od., always in bad sense, κακὰ φρεσὶ βυσσοδόμευον <span class="bibl">17.66</span>, al.; μύθους β. <span class="bibl">4.676</span>; δόλον φρεσὶ β. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>30</span>: also in late Prose, ὀργὴν β. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cal.</span>24</span>; <b class="b3">τὰ βυσσοδομευόμενα</b> [[secret designs]], <span class="bibl">Hld.7.11</span>:—also βυρσοδομέω, <span class="bibl">Eust. 1513.46</span>, Suid.
|Definition=([[δομέω]]) [[build in the deep]]: hence, [[brood over]] a thing in the [[depth]] of one's [[soul]], [[ponder deeply]]; Hom. only in Od., always in bad sense, κακὰ φρεσὶ βυσσοδόμευον 17.66, al.; μύθους βυσσοδομεύω 4.676; δόλον φρεσὶ β. Hes.''Sc.''30: also in late Prose, ὀργὴν βυσσοδομεύω Luc.''Cal.''24; [[τὰ βυσσοδομευόμενα]] = [[secret designs]], Hld.7.11:—also [[βυσσοδομέω]], Eust. 1513.46, Suid.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> -[[δομέω]] Sud., Eust.1513.46<br />[[construir]], [[tramar en el fondo]], [[en su interior]] fig. κακά <i>Od</i>.20.184, (μύθους) οὓς ... ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευον <i>Od</i>.4.676, κακὰ φρεσί <i>Od</i>.8.273, 17.66, δόλον φρεσί Hes.<i>Sc</i>.30, βυσσοδομεύειν τὴν ὀργὴν abrigar, fomentar un resentimiento solapado</i> Luc.<i>Cal</i>.24, βυσσοδομεύων, εἴ πως τισαίμην <i>Od</i>.9.316, op. ‘[[decir]]’ ἕτερα μὲν λέγοντες, ἕτερα δὲ βυσσοδομεύοντες Vett.Val.380.30<br /><b class="num">•</b>en v. pas. τὰ βυσσοδομευόμενα las intenciones solapadas</i> Hld.7.11.8.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[βυσσοδομέω]] Sud., Eust.1513.46<br />[[construir en el fondo]], [[tramar en el fondo]], [[tramar en su interior]] fig. κακά <i>Od</i>.20.184, (μύθους) οὓς ... ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευον <i>Od</i>.4.676, κακὰ φρεσί <i>Od</i>.8.273, 17.66, δόλον φρεσί Hes.<i>Sc</i>.30, βυσσοδομεύειν τὴν ὀργὴν [[abrigar]], [[fomentar]] un [[resentimiento]] [[solapado]]</i> Luc.<i>Cal</i>.24, [[βυσσοδομεύων]], εἴ πως τισαίμην <i>Od</i>.9.316, op. ‘[[decir]]’ ἕτερα μὲν λέγοντες, ἕτερα δὲ βυσσοδομεύοντες Vett.Val.380.30<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[τὰ βυσσοδομευόμενα]] = [[las intenciones solapadas]]</i> Hld.7.11.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 19: Line 19:
|btext=bâtir au fond (de son esprit <i>ou</i> de son cœur), <i>càd</i> machiner secrètement, <i>d'ord. en mauv. part</i> : κακά OD de mauvais desseins, μύθους OD méditer de mauvaises paroles.<br />'''Étymologie:''' [[βυσσός]], [[δομέω]].
|btext=bâtir au fond (de son esprit <i>ou</i> de son cœur), <i>càd</i> machiner secrètement, <i>d'ord. en mauv. part</i> : κακά OD de mauvais desseins, μύθους OD méditer de mauvaises paroles.<br />'''Étymologie:''' [[βυσσός]], [[δομέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βυσσοδομεύω''': ([[δομέω]]) οἰκοδομῶ ἐν τῷ βάθει, [[ὅθεν]], [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος πράγματος ἐν τῷ βάθει τῆς ψυχῆς μου, κατὰ [[βάθος]] καὶ κατ’ ἐμαυτὸν [[σκέπτομαι]] καὶ [[κρίνω]], Ὅμ.· μόνον ἐν Ὀδυσσ. ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, κακὰ φρεσσὶ βυσσοδομεύων Ρ. 66, κτλ.· [[ὡσαύτως]], μύθους βυσσοδ. Δ. 676· οὕτω, δόλον φρεσὶ βυσσοδ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 30· οὕτω παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ὀργὴν βυσσοδ. Λουκ. Διαβολ. 24· τὰ βυσσοδομευόμενα, μυστικὰ σχέδια, Ἡλιόδ. 7. 11· ― [[ὡσαύτως]] -[[δομέω]] Εὐστ. 1513. 46, Σουΐδ.
|elnltext=[[βυσσοδομεύω]] [[βυσσός]], [[δέμω]] in de diepte bouwen, alleen overdr.<br /><b class="num">1.</b> beramen, broeden op:. κακά kwade plannen Od. 17.66; μύθους plannen Od. 4.676.<br /><b class="num">2.</b> diep koesteren:. βυσσοδομεύει τὴν ὀργήν hij koestert een diepe woede Luc. 15.24.
}}
{{elru
|elrutext='''βυσσοδομεύω:''' [[втайне замышлять]], [[тайно затевать]], [[обдумывать про себя]] (κακά, μύθους ἐνὶ φρεσί Hom.; δόλον φρεσί Hes.): ὀργὴν β. Luc. таить в себе злобу.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''βυσσοδομεύω:''' μόνο στη μτχ. ενεστ., ([[δομέω]]), [[χτίζω]] σε [[βάθος]]· μεταφ., [[επωάζω]] μέσα μου μια [[σκέψη]], την [[αναδεύω]] στα [[βάθη]] της ψυχής μου, [[συλλογίζομαι]] [[βαθιά]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''βυσσοδομεύω:''' μόνο στη μτχ. ενεστ., ([[δομέω]]), [[χτίζω]] σε [[βάθος]]· μεταφ., [[επωάζω]] μέσα μου μια [[σκέψη]], την [[αναδεύω]] στα [[βάθη]] της ψυχής μου, [[συλλογίζομαι]] [[βαθιά]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βυσσοδομεύω:''' [[втайне замышлять]], [[тайно затевать]], [[обдумывать про себя]] (κακά, μύθους ἐνὶ φρεσί Hom.; δόλον φρεσί Hes.): ὀργὴν β. Luc. таить в себе злобу.
|lstext='''βυσσοδομεύω''': ([[δομέω]]) οἰκοδομῶ ἐν τῷ βάθει, [[ὅθεν]], [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος πράγματος ἐν τῷ βάθει τῆς ψυχῆς μου, κατὰ [[βάθος]] καὶ κατ’ ἐμαυτὸν [[σκέπτομαι]] καὶ [[κρίνω]], Ὅμ.· μόνον ἐν Ὀδυσσ. ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, κακὰ φρεσσὶ βυσσοδομεύων Ρ. 66, κτλ.· [[ὡσαύτως]], μύθους βυσσοδ. Δ. 676· οὕτω, δόλον φρεσὶ βυσσοδ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 30· οὕτω παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ὀργὴν βυσσοδ. Λουκ. Διαβολ. 24· τὰ βυσσοδομευόμενα, μυστικὰ σχέδια, Ἡλιόδ. 7. 11· ― [[ὡσαύτως]] -[[δομέω]] Εὐστ. 1513. 46, Σουΐδ.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βυσσοδομεύω]] [[βυσσός]], [[δέμω]] in de diepte bouwen, alleen overdr.<br /><b class="num">1.</b> beramen, broeden op:. κακά kwade plannen Od. 17.66; μύθους plannen Od. 4.676.<br /><b class="num">2.</b> diep koesteren:. βυσσοδομεύει τὴν ὀργήν hij koestert een diepe woede Luc. 15.24.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj