πτυκτός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ptyktos
|Transliteration C=ptyktos
|Beta Code=ptukto/s
|Beta Code=ptukto/s
|Definition=ή, όν, (πτύσσω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">folded</b>, <b class="b3">πίναξ π</b>. <b class="b2">folding</b> tablet, <span class="bibl">Il.6.169</span>, cf. <span class="bibl">Aristid.<span class="title">Or.</span>17(15).22</span> (pl.), <span class="bibl">Hdn.7.6.5</span> (pl.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> generally, <b class="b2">capable of being folded</b> or <b class="b2">doubled up</b>, <b class="b3">κλῖμαξ, πύργος</b>, <span class="bibl">App.<span class="title">Hisp.</span> 94</span>, <span class="bibl"><span class="title">BC</span>5.36</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> πτυκτόν, τό, <b class="b2">folded bandage</b>, <span class="bibl">Paul.Aeg.6.90</span>.</span>
|Definition=πτυκτή, πτυκτόν, ([[πτύσσω]])<br><span class="bld">A</span> [[folded]], <b class="b3">πίναξ π.</b> [[folding]] tablet, Il.6.169, cf. Aristid.''Or.''17(15).22 (pl.), Hdn.7.6.5 (pl.).<br><span class="bld">2</span> generally, [[capable of being folded]] or [[doubled up]], [[κλῖμαξ]], [[πύργος]], App.''Hisp.'' 94, ''BC''5.36.<br><span class="bld">II</span> πτυκτόν, τό, [[folded bandage]], Paul.Aeg.6.90.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0811.png Seite 811]] gefaltet, zusammengelegt; γράψας έν πίνακι πτυκτῷ, Il. 6, 169, zwei zusammengelegte Holztafeln, auf deren innerer Seite Zeichen eingegraben wurden, die älteste Art von Schreibtafeln; – τὸ πτυκτόν, zusammengefaltetes Stück Zeug, Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0811.png Seite 811]] gefaltet, zusammengelegt; γράψας έν πίνακι πτυκτῷ, Il. 6, 169, zwei zusammengelegte Holztafeln, auf deren innerer Seite Zeichen eingegraben wurden, die älteste Art von Schreibtafeln; – τὸ πτυκτόν, zusammengefaltetes Stück Zeug, Medic.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />plié, mis en double ; πτυκτὸς [[πίναξ]], tablette pliée en deux, <i>càd</i> à deux placards se fermant l'un sur l'autre, <i>particul.</i> tablette à écrire.<br />'''Étymologie:''' [[πτύσσω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πτυκτός -ή -όν [πτύσσω] dichtgevouwen:. γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ hij schreef in een dichtgevouwen schrijftablet Il. 6.169.
}}
{{elru
|elrutext='''πτυκτός:''' [adj. verb. к [[πτύσσω]] складывающийся, складной ([[πίναξ]] Hom.).
}}
{{Autenrieth
|auten=([[πτύσσω]]): [[folded]], Il. 6.169†.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πτυκτός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[πυκτός]], -ή, -όν, Α<br />αυτός που μπορεί να διπλωθεί, πτυσσόμενος, διπλωμένος, [[διπλωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πτυκτόν</i><br />η διπλωμένη [[γάζα]] σε [[πληγή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πίναξ]] [[πτυκτός]]» — [[δέλτος]] διπλωτή, από δύο λεπτές ξύλινες πινακίδες που έκλειναν και σφραγίζονταν (α. «σήματα λυγρὰ γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «οἷς ἔδωκε κατασεσημασμένα γράμματα ἐν πτυκτοῖς πίναξι», <b>Ηρωδιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτύσσω]]. <i>Ο</i> τ. [[πυκτός]] με προληπτική [[ανομοίωση]] του πρώτου -<i>τ</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πτυκτός:''' -ή, -όν ([[πτύσσω]]), διπλωμένος, πτυκτὸς [[πίναξ]], [[δύο]] διπλωμένες ξύλινες πινακίδες, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πτυκτός''': -ή, -όν, ([[πτύσσω]]) δεδιπλωμένος, πτ. [[πίναξ]] (ὡς τὰ [[μετέπειτα]] δίπτυχα) [[δέλτος]] διπλωτή, συνισταμένη ἐκ δύο λεπτῶν ξυλίνων πινακίδων, αἵτινες ἐδιπλώνοντο ἡ μία πρὸς τὴν [[ἄλλην]], τὸ ἀρχαιότατον [[εἶδος]] τῶν πρὸς γραφὴν πινακίδων, πόρεν δ’ ὅ γε σήματα λυγρὰ γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ, ἐγχαράξας ἐν δεδιπλωμένῳ πίνακι σημεῖα λυγρά, Ἰλ. Ζ. 169· ἂν καὶ [[τότε]] δὲν ἐχρησίμευε πρὸς γραφήν, ἰδὲ ἐν λέξ. [[σῆμα]], καὶ πρβλ. Wolf Proleg. σ. lxxxii κἑξ. 2) [[καθόλου]] ὁ δυνάμενος νὰ διπλωθῇ, κλῖμαξ, κτλ. (πρβλ. πτύσσωΙΙ), Ἀππ. Ἰβηρ. 91, Ἐμφυλ. 5. 36. ΙΙ. πτυκτόν, τό, [[εἶδος]] ἐπιδέσμου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλ. Αἰγ., πρβλ. τὸ ἑπόμ.
|lstext='''πτυκτός''': -ή, -όν, ([[πτύσσω]]) δεδιπλωμένος, πτ. [[πίναξ]] (ὡς τὰ [[μετέπειτα]] δίπτυχα) [[δέλτος]] διπλωτή, συνισταμένη ἐκ δύο λεπτῶν ξυλίνων πινακίδων, αἵτινες ἐδιπλώνοντο ἡ μία πρὸς τὴν [[ἄλλην]], τὸ ἀρχαιότατον [[εἶδος]] τῶν πρὸς γραφὴν πινακίδων, πόρεν δ’ ὅ γε σήματα λυγρὰ γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ, ἐγχαράξας ἐν δεδιπλωμένῳ πίνακι σημεῖα λυγρά, Ἰλ. Ζ. 169· ἂν καὶ [[τότε]] δὲν ἐχρησίμευε πρὸς γραφήν, ἰδὲ ἐν λέξ. [[σῆμα]], καὶ πρβλ. Wolf Proleg. σ. lxxxii κἑξ. 2) [[καθόλου]] ὁ δυνάμενος νὰ διπλωθῇ, κλῖμαξ, κτλ. (πρβλ. πτύσσωΙΙ), Ἀππ. Ἰβηρ. 91, Ἐμφυλ. 5. 36. ΙΙ. πτυκτόν, τό, [[εἶδος]] ἐπιδέσμου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλ. Αἰγ., πρβλ. τὸ ἑπόμ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πτυκτός]], ή, όν [[πτύσσω]]<br />[[folded]], πτ. [[πίναξ]] folding tablets, Il.
}}
}}