3,274,873
edits
(6_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ptyktos | |Transliteration C=ptyktos | ||
|Beta Code=ptukto/s | |Beta Code=ptukto/s | ||
|Definition= | |Definition=πτυκτή, πτυκτόν, ([[πτύσσω]])<br><span class="bld">A</span> [[folded]], <b class="b3">πίναξ π.</b> [[folding]] tablet, Il.6.169, cf. Aristid.''Or.''17(15).22 (pl.), Hdn.7.6.5 (pl.).<br><span class="bld">2</span> generally, [[capable of being folded]] or [[doubled up]], [[κλῖμαξ]], [[πύργος]], App.''Hisp.'' 94, ''BC''5.36.<br><span class="bld">II</span> πτυκτόν, τό, [[folded bandage]], Paul.Aeg.6.90. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0811.png Seite 811]] gefaltet, zusammengelegt; γράψας έν πίνακι πτυκτῷ, Il. 6, 169, zwei zusammengelegte Holztafeln, auf deren innerer Seite Zeichen eingegraben wurden, die älteste Art von Schreibtafeln; – τὸ πτυκτόν, zusammengefaltetes Stück Zeug, Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0811.png Seite 811]] gefaltet, zusammengelegt; γράψας έν πίνακι πτυκτῷ, Il. 6, 169, zwei zusammengelegte Holztafeln, auf deren innerer Seite Zeichen eingegraben wurden, die älteste Art von Schreibtafeln; – τὸ πτυκτόν, zusammengefaltetes Stück Zeug, Medic. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />plié, mis en double ; πτυκτὸς [[πίναξ]], tablette pliée en deux, <i>càd</i> à deux placards se fermant l'un sur l'autre, <i>particul.</i> tablette à écrire.<br />'''Étymologie:''' [[πτύσσω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πτυκτός -ή -όν [πτύσσω] dichtgevouwen:. γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ hij schreef in een dichtgevouwen schrijftablet Il. 6.169. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πτυκτός:''' [adj. verb. к [[πτύσσω]] складывающийся, складной ([[πίναξ]] Hom.). | |||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[πτύσσω]]): [[folded]], Il. 6.169†. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[πτυκτός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[πυκτός]], -ή, -όν, Α<br />αυτός που μπορεί να διπλωθεί, πτυσσόμενος, διπλωμένος, [[διπλωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πτυκτόν</i><br />η διπλωμένη [[γάζα]] σε [[πληγή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πίναξ]] [[πτυκτός]]» — [[δέλτος]] διπλωτή, από δύο λεπτές ξύλινες πινακίδες που έκλειναν και σφραγίζονταν (α. «σήματα λυγρὰ γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «οἷς ἔδωκε κατασεσημασμένα γράμματα ἐν πτυκτοῖς πίναξι», <b>Ηρωδιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτύσσω]]. <i>Ο</i> τ. [[πυκτός]] με προληπτική [[ανομοίωση]] του πρώτου -<i>τ</i>-]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πτυκτός:''' -ή, -όν ([[πτύσσω]]), διπλωμένος, πτυκτὸς [[πίναξ]], [[δύο]] διπλωμένες ξύλινες πινακίδες, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πτυκτός''': -ή, -όν, ([[πτύσσω]]) δεδιπλωμένος, πτ. [[πίναξ]] (ὡς τὰ [[μετέπειτα]] δίπτυχα) [[δέλτος]] διπλωτή, συνισταμένη ἐκ δύο λεπτῶν ξυλίνων πινακίδων, αἵτινες ἐδιπλώνοντο ἡ μία πρὸς τὴν [[ἄλλην]], τὸ ἀρχαιότατον [[εἶδος]] τῶν πρὸς γραφὴν πινακίδων, πόρεν δ’ ὅ γε σήματα λυγρὰ γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ, ἐγχαράξας ἐν δεδιπλωμένῳ πίνακι σημεῖα λυγρά, Ἰλ. Ζ. 169· ἂν καὶ [[τότε]] δὲν ἐχρησίμευε πρὸς γραφήν, ἰδὲ ἐν λέξ. [[σῆμα]], καὶ πρβλ. Wolf Proleg. σ. lxxxii κἑξ. 2) [[καθόλου]] ὁ δυνάμενος νὰ διπλωθῇ, κλῖμαξ, κτλ. (πρβλ. πτύσσωΙΙ), Ἀππ. Ἰβηρ. 91, Ἐμφυλ. 5. 36. ΙΙ. πτυκτόν, τό, [[εἶδος]] ἐπιδέσμου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλ. Αἰγ., πρβλ. τὸ ἑπόμ. | |lstext='''πτυκτός''': -ή, -όν, ([[πτύσσω]]) δεδιπλωμένος, πτ. [[πίναξ]] (ὡς τὰ [[μετέπειτα]] δίπτυχα) [[δέλτος]] διπλωτή, συνισταμένη ἐκ δύο λεπτῶν ξυλίνων πινακίδων, αἵτινες ἐδιπλώνοντο ἡ μία πρὸς τὴν [[ἄλλην]], τὸ ἀρχαιότατον [[εἶδος]] τῶν πρὸς γραφὴν πινακίδων, πόρεν δ’ ὅ γε σήματα λυγρὰ γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ, ἐγχαράξας ἐν δεδιπλωμένῳ πίνακι σημεῖα λυγρά, Ἰλ. Ζ. 169· ἂν καὶ [[τότε]] δὲν ἐχρησίμευε πρὸς γραφήν, ἰδὲ ἐν λέξ. [[σῆμα]], καὶ πρβλ. Wolf Proleg. σ. lxxxii κἑξ. 2) [[καθόλου]] ὁ δυνάμενος νὰ διπλωθῇ, κλῖμαξ, κτλ. (πρβλ. πτύσσωΙΙ), Ἀππ. Ἰβηρ. 91, Ἐμφυλ. 5. 36. ΙΙ. πτυκτόν, τό, [[εἶδος]] ἐπιδέσμου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλ. Αἰγ., πρβλ. τὸ ἑπόμ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πτυκτός]], ή, όν [[πτύσσω]]<br />[[folded]], πτ. [[πίναξ]] folding tablets, Il. | |||
}} | }} |