3,276,318
edits
m (LSJ1 replacement) |
|||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peristatos | |Transliteration C=peristatos | ||
|Beta Code=peri/statos | |Beta Code=peri/statos | ||
|Definition= | |Definition=περίστατον,<br><span class="bld">A</span> [[surrounded and admired by the crowd]], Eup.176, Iamb.''VP''7.35; π. ὑπὸ πάντων Isoc.6.95, cf. 15.269.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">περιστατόν· τὸ ἀνάστατον</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> Act., [[standing round and wondering]], [[agape]], <b class="b3">π. τὴν κώμην ποιεῖ</b> Theopomp. Com.41. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0593.png Seite 593]] umstanden, umgeben, Sp., bes. von Bewunderern, ὑπὸ πάντων, Isocr. 6, 95. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0593.png Seite 593]] umstanden, umgeben, Sp., bes. von Bewunderern, ὑπὸ πάντων, Isocr. 6, 95. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[autour de qui l'on se tient]], [[qui attire la foule autour de soi]], [[entouré]].<br />'''Étymologie:''' [[περιΐστημι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίστᾰτος:''' окруженный, перен. привлекающий к себе внимание (π. ὑπὸ πάντων Isocr.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίστᾰτος''': -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ πλήθους περικυκλούμενος καὶ θαυμαζόμενος, π. ὑπὸ πάντων Ἰσοκρ. 135Ε· πρβλ. π. Ἀντιδόσ. § 288. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ περιιστάμενος καὶ θαυμάζων, περίστατον βοῶσα τὴν κώμην ποιεῖ Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Παμφίλῃ» 2. | |lstext='''περίστᾰτος''': -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ πλήθους περικυκλούμενος καὶ θαυμαζόμενος, π. ὑπὸ πάντων Ἰσοκρ. 135Ε· πρβλ. π. Ἀντιδόσ. § 288. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ περιιστάμενος καὶ θαυμάζων, περίστατον βοῶσα τὴν κώμην ποιεῖ Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Παμφίλῃ» 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ουδ. και -όν, Α [[περιίστημι]]<br /><b>1.</b> αυτός που περικυκλώνεται και θαυμάζεται από το [[πλήθος]] («περίστατοι<br />οἱ περίβλεπτοι, ἐφ' οἷς ἄν τις σταίη βουλόμενος | |mltxt=-ον, ουδ. και -όν, Α [[περιίστημι]]<br /><b>1.</b> αυτός που περικυκλώνεται και θαυμάζεται από το [[πλήθος]] («περίστατοι<br />οἱ περίβλεπτοι, ἐφ' οἷς ἄν τις σταίη βουλόμενος θεᾶσθαι»<br />Λεξ. Ρητ.)<br /><b>2.</b> αυτός που στέκεται σε κύκλο και θαυμάζει («περίστατον βοῶσα τὴν κώμην ποιεῖ», Θεόπ. Κωμ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περιστατόν</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὸ ἀνάστατον». | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περίστᾰτος:''' -ον ([[περιστῆναι]]), αυτός που περικυκλώνεται και θαυμάζεται από το [[πλήθος]], σε Ισοκρ. | |lsmtext='''περίστᾰτος:''' -ον ([[περιστῆναι]]), αυτός που περικυκλώνεται και θαυμάζεται από το [[πλήθος]], σε Ισοκρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=περίστᾰτος, ον, [[περιστῆναι]]<br />surrounded and admired by the [[crowd]], Isocr. | |mdlsjtxt=περίστᾰτος, ον, [[περιστῆναι]]<br />surrounded and admired by the [[crowd]], Isocr. | ||
}} | }} |