διοράω: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diorao | |Transliteration C=diorao | ||
|Beta Code=diora/w | |Beta Code=diora/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[see through]], [[see clearly]], X.''An.''5.2.30; δ. τὸ ἀληθές Pl.''Prm.''136c, etc.<br><span class="bld">II</span> [[distinguish]], τοὺς… κολακεύοντας καὶ τοὺς… θεραπεύοντας Isoc.2.28; τὰς φύσεις τῶν ἀνθρώπων Id.3.16; πότε ὑπάρχει καὶ πότε οὔ οὐ ῥᾴδιον διιδεῖν [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''390a20; δόξας διορᾶν Epicur.''Nat.''15.24, cf. 11.8. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
A see through, see clearly, X.An.5.2.30; δ. τὸ ἀληθές Pl.Prm.136c, etc.
II distinguish, τοὺς… κολακεύοντας καὶ τοὺς… θεραπεύοντας Isoc.2.28; τὰς φύσεις τῶν ἀνθρώπων Id.3.16; πότε ὑπάρχει καὶ πότε οὔ οὐ ῥᾴδιον διιδεῖν Arist.Mete.390a20; δόξας διορᾶν Epicur.Nat.15.24, cf. 11.8.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. inf. διιδεῖν Pl.R.577a; fut. διόψομαι Pl.R.423e; perf. διῶμμαι Thgn.1311]
1 ver a través ταῦτα διορῶντες ἐφοβοῦντο ὡς ἐνέδραν οὖσαν X.An.5.2.30, οὐ δυνάμεθα τὰ ἐντὸς αὐτῶν ἀκριβῶς διορᾶν Arist.Col.794a8, abs. Arist.Pr.905b1, cf. GC 326b11, c. διὰ y gen. διὰ τῶν ἀραιῶν οὐ διορᾷ ἡ ὄψις la vista no atraviesa los cuerpos porosos Arist.Pr.939a12, en v. pas. διὰ μὲν τῆς ὑέλου διορᾶται Arist.Pr.905b6
•fig. Pl.R.577a.
2 ver claramente, darse cuenta ὀξέως διορᾷ ταῦτα ἐφ' ἃ τέτραπται Pl.R.519a, διορᾷ τῷ λογισμῷ τὸ ἁμαρτανόμενον Plu.2.447b, c. περί y gen. περὶ ἀγαθοῦ διιδεῖν tener una clara percepción del bien Plot.1.8.1
•comprender ὅσα εἶπες ... διορᾶν X.Oec.6.1, (λόγος) οὐ ῥᾴδιος διιδεῖν Pl.Phd.62b
•perf. conocer, tener el conocimiento καὶ γάρ σε διῶμμαι Thgn.l.c.
3 distinguir c. ac. plu. o varios ac. concertados διόρα καὶ τοὺς τέχνῃ κολακεύοντας καὶ τοὺς μετ' εὐνοίας θεραπεύοντας Isoc.2.28, cf. Epicur.Fr.[26] 40, τὰς φύσεις τῶν ἀνθρώπων Isoc.3.16, δόξας Epicur.Fr.[30] 27, en v. pas. οὔτ' ἠελίοιο διείδεται ὠκέα γυῖα ni se distinguen los veloces miembros del Sol Emp.B 27.1
•tb. c. ac. sg. τὸν δ' ἄχρηστον (λόγον) ... διεῖδε Plu.2.39c.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. διόψομαι, ao. διεῖδον;
I. (διά marquant la séparation) discerner, distinguer;
II. (διά à travers);
1 voir à travers;
2 voir ou connaître à fond, voir clairement ; fig. se rendre compte, comprendre parfaitement, acc..
Étymologie: διά, ὁράω.
German (Pape)
(ὁράω), durch etwas sehen; Xen. An. 5.2.30; eigtl. = durchschimmern sehen, durchsehen; Plut. Crass. 25; gew. durchschauen, genau erkennen, τὸ ἀληθές Plat. Parm. 136c, und öfter, wie Folgde, z.B. Isocr. 4.11; dah. = unterscheiden; διόρα καὶ τοὺς – καὶ τούς, 3.28.
Russian (Dvoretsky)
διοράω: (fut. διόψομαι, aor. 2 διεῖδον)
1 видеть насквозь или отчетливо Arst., Plut.;
2 перен. ясно видеть, хорошо понимать; pf. δίοιδα твердо знать (τι и τινα Eur., Arph., Isocr., Xen., Plat., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διοράω: μέλλ. -όψομαι, βλέπω διὰ μέσου, βλέπω καθαρῶς, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 30· δ. τὸ ἀληθὲς Πλάτ. Παρμ. 136C, κτλ. ΙΙ. διακρίνω, τοὺς… κολακεύοντας καὶ τοὺς… θεραπεύοντας Ἰσοκρ. 20C, 29Ε· πότε ὑπάρχει καὶ πότε οὔ Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 12, 7· πρβλ. διεῖδον.
Greek Monotonic
διοράω: μέλ. -όψομαι, βλέπω διαμέσου, ξεκάθαρα, διακρίνω καθαρά, σε Ξεν.