πελταστικός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peltastikos
|Transliteration C=peltastikos
|Beta Code=peltastiko/s
|Beta Code=peltastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">skilled in the use of the</b> <b class="b3">πέλτη</b>, <span class="bibl">Pl. <span class="title">Tht.</span>165d</span> ; <b class="b3">οἱ π</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">Prt.</span>350a</span> : <b class="b3">-κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>) <b class="b2">tactics of a targeteer</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>813e</span> ; <b class="b3">τὸ -κόν</b>, = οἱ πελτασταί, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span> 7.6.29</span>, etc. Adv. Sup. <b class="b3">πελταστικώτατα</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">in the best manner of</b> <b class="b3">πελτασταί</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Oec.</span> 21.7</span>.</span>
|Definition=πελταστική, πελταστικόν, [[skilled]] in the use of the [[πέλτη]], Pl. ''Tht.''165d; <b class="b3">οἱ πελταστικοί</b> Id.''Prt.''350a: ἡ [[πελταστική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) [[tactics of a targeteer]], Id.''Lg.''813e; [[τὸ πελταστικόν]] = οἱ [[πελτασταί]], X.''An.'' 7.6.29, etc. Adv. Sup. [[πελταστικώτατα]] in the [[best]] [[manner]] of [[πελτασταί]], Id.''Oec.'' 21.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0551.png Seite 551]] zum [[πελταστής]] gehörig, ihn betreffend; πελταστικὸς [[ἀνήρ]], der mit der [[πέλτη]] zu kämpfen versteht, Plat. Theaet. 165 d οἱ πελταστικοί, Prot. 350 a; ἡ πελταστική, die Kunst, mit der [[πέλτη]] zu kämpfen, Legg. VII, 813 d; ὅπλα πελταστικά, Pol. 23, 9, 3; – τὸ πελταστικόν, die Schaar der Peltasten, Xen. An. 7, 6, 26; er bildet auch den superl. des adv. πελταστικώτατα, aufs beste nach Art leichtbewaffneter Krieger, προκινδυνεύειν, Xen. Oec. 21, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0551.png Seite 551]] zum [[πελταστής]] gehörig, ihn betreffend; πελταστικὸς [[ἀνήρ]], der mit der [[πέλτη]] zu kämpfen versteht, Plat. Theaet. 165 d οἱ πελταστικοί, Prot. 350 a; ἡ πελταστική, die Kunst, mit der [[πέλτη]] zu kämpfen, Legg. VII, 813 d; ὅπλα πελταστικά, Pol. 23, 9, 3; – τὸ πελταστικόν, die Schaar der Peltasten, Xen. An. 7, 6, 26; er bildet auch den superl. des adv. πελταστικώτατα, aufs beste nach Art leichtbewaffneter Krieger, προκινδυνεύειν, Xen. Oec. 21, 7.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les peltastes <i>ou</i> soldats d'infanterie légère ; τὸ πελταστικόν XÉN l'infanterie légère, les peltastes.<br />'''Étymologie:''' [[πελταστής]].
}}
{{elnl
|elnltext=πελταστικός -ή -όν [πελταστής] van een peltast; subst. ἡ πελταστική vaardigheid van een peltast; subst. τὸ πελταστικόν lichte infanterie. handig in het gebruik van een schild. Plat. Tht. 165d.
}}
{{elru
|elrutext='''πελταστικός:''' <b class="num">II</b> ὁ Plat. = [[πελταστής]].<br />искусно владеющий легким щитом, опытный в искусстве пельтаста ([[ἀνήρ]] Plat.).
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πελταστής]]<br /><b>1.</b> [[έμπειρος]], [[ικανός]] στον χειρισμό της [[πέλτης]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ πελταστική</i>- (ενν. [[τέχνη]]) η [[δεξιότητα]] του πελταστού<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πελταστικόν</i><br /><b>(περιληπτ.)</b> το στρατιωτικό [[σώμα]] που το αποτελούσαν πελταστές<br /><b>4.</b> (ως επίρρ. στον υπερθ.) <i>πελταστικώτατα</i><br />εντελώς [[κατά]] τον τρόπο τών πελταστών.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πελταστικός:''' -ή, -όν, [[επιδέξιος]] στη [[χρήση]] της [[πέλτης]], όπως ο [[πελταστής]], σε Πλάτ.· <i>ἡ πελταστική</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[τέχνη]] ή [[ικανότητα]] πελταστή, στον ίδ.· <i>τὸ πελταστικόν = οἱ πελτασταί</i>, σε Ξεν.· επίρρ. υπερθ. [[πελταστικώτατα]], κατά [[πολύ]] με τον τρόπο των πελταστών, με το πιο επιδέξιο τρόπο, στον ίδ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πελταστικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ χειρίζεσθαι τὴν πέλτην ὡς ὁ [[πελταστής]], Πλάτ. Θεαίτ. 165D· οἱ πελταστικοὶ ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 350Α· ― ἡ πελταστικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] ἢ [[δεξιότης]] τοῦ πελταστοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 813D, 834Α· τὸ -κόν, = οἱ πελτασταὶ Ξεν. Ἀνάβ. 7. 6, 29, κτλ. ― Ὑπερθ. ἐπίρρ. πελταστικώτατα, λαμπρότατα, [[ὅλως]] κατὰ τὸν τρόπον τῶν πελταστῶν, ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 21. 7.
|lstext='''πελταστικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ χειρίζεσθαι τὴν πέλτην ὡς ὁ [[πελταστής]], Πλάτ. Θεαίτ. 165D· οἱ πελταστικοὶ ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 350Α· ― ἡ πελταστικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] ἢ [[δεξιότης]] τοῦ πελταστοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 813D, 834Α· τὸ -κόν, = οἱ πελτασταὶ Ξεν. Ἀνάβ. 7. 6, 29, κτλ. ― Ὑπερθ. ἐπίρρ. πελταστικώτατα, λαμπρότατα, [[ὅλως]] κατὰ τὸν τρόπον τῶν πελταστῶν, ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 21. 7.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πελταστικός]], ή, όν [from [[πελταστής]]<br />[[skilled]] in the use of the [[πέλτη]], like a [[targeteer]], Plat.:— ἡ -κή (''[[sc.]]'' τέχνἠ the art or [[skill]] of a [[targeteer]], Plat.: τὸ -κόν, = οἱ πελτασταί, Xen. —Sup. adv., [[πελταστικώτατα]] [[quite]] in the [[manner]] of πελτασταί, in the [[best]] [[style]], Xen.
}}
}}