συλλογιστικός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syllogistikos
|Transliteration C=syllogistikos
|Beta Code=sullogistiko/s
|Beta Code=sullogistiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">inferential</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Def.</span>414e</span>; σύνδεσμοι <span class="bibl">D.T.642.26</span>, cf. <span class="bibl">A.D.<span class="title">Conj.</span> 252.5</span>; σημεῖον Gal.15.419. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">syllogistic</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">APr.</span>42a36</span>, al. Adv. -κῶς <span class="bibl">Id.<span class="title">Rh.</span>1401a8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b3">οἱ -κοί</b> <b class="b2">dialecticians</b>, <span class="bibl">Ph.1.346</span>.</span>
|Definition=συλλογιστική, συλλογιστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[inferential]], Pl.''Def.''414e; σύνδεσμοι D.T.642.26, cf. A.D.''Conj.'' 252.5; σημεῖον Gal.15.419.<br><span class="bld">2</span> [[syllogistic]], Arist.''APr.''42a36, al. Adv. [[συλλογιστικῶς]] Id.''Rh.''1401a8.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">οἱ -κοί</b> [[dialecticians]], Ph.1.346.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0976.png Seite 976]] ή, όν, zum Schließen, Schlüssemachen, Folgern gehörig, Plat. detin. 414 e, darin geübt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0976.png Seite 976]] ή, όν, zum Schließen, Schlüssemachen, Folgern gehörig, Plat. detin. 414 e, darin geübt.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui concerne le raisonnement]] ; <i>particul.</i> syllogistique ; <i>t. de gramm.</i> connecteur, (particule) marquant les articulations logiques ([[ἄρα]], [[ἀλλά]], [[οὐκοῦν]], <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> [[habile à raisonner]], [[fin]], [[habile]].<br />'''Étymologie:''' [[συλλογίζομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=συλλογιστικός -ή -όν [συλλογίζομαι] gebaseerd op een syllogisme, deductief. [Plat.] Def. 414e. adv. συλλογιστικῶς op de manier waarop je een syllogisme maakt, alsof je een syllogisme maakt. Aristot. Rh. 1401a8.
}}
{{elru
|elrutext='''συλλογιστικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[умозаключающий]] ([[λόγος]] Plat.);<br /><b class="num">2</b> лог. [[силлогистический]], [[дедуктивный]] Arst.;<br /><b class="num">3</b> грам. (о союзах [[ἄρα]], [[οὐκοῦν]], [[τοίνυν]] и т. п.) выражающий следствие, консекутивный.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συλλογιστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συλλογίζομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συλλογισμό ή που γίνεται με συλλογισμό (α. «[[συλλογιστικός]] [[τρόπος]]» β. «συλλογιστικοὶ σύνδεσμοι», Δίον. Θρ.<br />γ. «[[ἀπόδειξις]] [[λόγος]] συλλογιστικὸς [[ἀληθής]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συλλογιστικό [[σχήμα]]»<br /><b>(λογ.)</b> [[τύπος]] συλλογισμού ο [[οποίος]] καθορίζεται από τη [[φύση]] τών προτάσεων και από τη [[σχέση]] που υπάρχει [[μεταξύ]] τους [[καθώς]] και από το [[συμπέρασμα]] που εξάγεται από αυτές τις προτάσεις, αλλ. [[σχήμα]] συλλογισμού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η συλλογιστική</i><br /><b>(λογ.)</b> α) η [[συστηματική]] [[μελέτη]] τών συλλογισμών<br />β) ο αρχαιότερος [[κλάδος]] της τυπικής λογικής, που έχει διατυπωθεί και αναπτυχθεί στα έργα του Αριστοτέλους και ο [[οποίος]] επιτρέπει, μέσω της μελέτης τών λογικών δομών τών προτάσεων και τών συλλογισμών, την [[απόφανση]] για την [[παραγωγή]] ενός συμπεράσματος από άλλες δοθείσες προτάσεις<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ συλλογιστικοί</i><br />οι διαλεκτικοί φιλόσοφοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συλλογιστικῶς</i> Α<br />με τρόπο συλλογιστικό, με συλλογισμό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συλλογιστικός:''' -ή, -όν ([[συλλογίζομαι]]), αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε [[λογικό]] υπολογισμό ή συλλογισμό, [[διανοητικός]], σε Αριστ.· επίρρ. -[[κῶς]], στον ίδ.
}}
{{ls
|lstext='''συλλογιστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ συλλογίζεσθαι, «[[ἀπόδειξις]] [[λόγος]] συλλογιστικὸς ἀληθὴς» Πλάτ. Ὅροι 414Ε. 2) ὁ διὰ συλλογισμοῦ γινόμενος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1, 25, 9, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. συλλογιστικῶς, «ἔστι δὲ εἰς τὸ τῇ λέξει συλλογιστικῶς λέγειν χρήσιμον, τὸ συλλογισμῶν πολλῶν κεφάλαια λέγειν» ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 24, 2.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συλλογιστικός]], ή, όν [[συλλογίζομαι]]<br />of or for [[concluding]], syllogistic, Arist.:—adv. -κῶς, Arist.
}}
}}