3,277,119
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=afiniazo | |Transliteration C=afiniazo | ||
|Beta Code=a)fhnia/zw | |Beta Code=a)fhnia/zw | ||
|Definition=(ἡνία) < | |Definition=([[ἡνία]])<br><span class="bld">A</span> [[refuse to obey the reins]], Ph.1.85, Luc.''DDeor.''25.1; of persons, [[turn restive]], [[rebel]], Ph.1.125, al., Str.17.3.25, Hdn.1.4.5: c.gen., [[rebel against]], συντάγματος J.''BJ''4.7.1, cf. Luc.Bis Acc. 20.<br><span class="bld">II</span> Med. or Pass., ἀφηνιάζετο· ἐχωρίζετο, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> [[rehusar las riendas]] los caballos δαμάζειν τὸν ἵππον καὶ ἀφηνιάζοντα ἐπιστομίζειν Ph.1.85, εἰ γὰρ ἐνδοίη τις, ἀφηνιάζουσιν εὐθύς Luc.<i>DDeor</i>.24.1.<br /><b class="num">II</b> fig. de pers.<br /><b class="num">1</b> [[rebelarse]] οὐ γὰρ ἀνέξεταί σε ἀφηνιάζοντα Ph.1.125, de bárbaros ἀφηνιάζειν καὶ ἀπειθεῖν Str.17.3.25, οἱ νεώτεροι ... ἀφηνιάζοντες καὶ θρασυνόμενοι Plu.2.486f, cf. Hdn.1.4.5, τὸν ἀφηνιάσαντα πρὸς τοὺς νόμους Synes.<i>Prouid</i>.1.10, τὸν θυμὸν ... ἀφηνιάζειν καὶ ἀποχωρεῖν καὶ ἀπειθεῖν Gal.5.372.<br /><b class="num">2</b> [[separarse]], [[alejarse de]] c. gen. ἀφηνιάσαι ἡμῶν Luc.<i>Bis Acc</i>.20, ἀφηνίαζε τοῦ συντάγματος I.<i>BI</i> 4.389<br /><b class="num">•</b>c. ἀπό y gen. ἀνθρώπους [[εἴτε]] ἀπὸ τύχης [[εἴτε]] ἀπὸ γνώμης ἀφηνιάσαντας [[αὖθις]] χειροήθεις ποιῆσαι Them.<i>Or</i>.7.97a, ὅτι ἤμελλον αἱρέσεις ἀφηνιάζειν τὸν Χριστὸν ἀπὸ τοῦ πατρῴου θελήματος Epiph.Const.<i>Haer</i>.69.59<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent., Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0409.png Seite 409]] den Zügel abstreifen, von Pferden, durchgehen, Luc. D. D. 25; übertr., ungehorsam sein, τινός Bis acc. 20; πρὸς τοὺς νόμους Synes.; ἀφηνιάσαντας χειροήθεις ποιεῖν Themist. 7, 97 a; sich empören, neben [[στασιάζω]] Herodian. 2, 4, 5; sich von etwas frei machen, μαθημάτων καλῶν 1, 3, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0409.png Seite 409]] den Zügel abstreifen, von Pferden, durchgehen, Luc. D. D. 25; übertr., ungehorsam sein, τινός Bis acc. 20; πρὸς τοὺς νόμους Synes.; ἀφηνιάσαντας χειροήθεις ποιεῖν Themist. 7, 97 a; sich empören, neben [[στασιάζω]] Herodian. 2, 4, 5; sich von etwas frei machen, μαθημάτων καλῶν 1, 3, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀφηνιάσω;<br /><i>litt.</i> [[résister aux rênes]], [[être rétif]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἡνία]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀφηνιάζω:''' [[сбрасывать поводья]], [[не слушаться поводьев]] Plut., Luc.: ἀφηνιάσαι τινός Luc. взбунтоваться против кого-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφηνιάζω''': μέλλ. -άσω, ([[ἡνία]]) [[ἀποπτύω]], [[ἀποβάλλω]] τὰς ἡνίας, δὲν ὑποτάσσομαι, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 25: ἐπὶ ἀνθρώπων, ἐπανίσταμαι Ἡρόδ. 1. 4, 12, Φίλων 1. 85· ἀφ. τινός, ἐπανίσταμαι κατά τινος, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 20· [[πρός]] τι Συνέσ. 101Α. | |lstext='''ἀφηνιάζω''': μέλλ. -άσω, ([[ἡνία]]) [[ἀποπτύω]], [[ἀποβάλλω]] τὰς ἡνίας, δὲν ὑποτάσσομαι, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 25: ἐπὶ ἀνθρώπων, ἐπανίσταμαι Ἡρόδ. 1. 4, 12, Φίλων 1. 85· ἀφ. τινός, ἐπανίσταμαι κατά τινος, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 20· [[πρός]] τι Συνέσ. 101Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἀφηνιάζω]]) [[ηνία]]<br />(για τα υποζύγια, και [[κυρίως]] τα άλογα) δεν συγκρατούμαι από τα [[ηνία]], [[αρνούμαι]] να υπακούσω στον αναβάτη<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />εξεγείρομαι, [[στασιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ανθρώπους)<br /><b>1.</b> παρεκτρέπομαι, παραφέρομαι, [[αντιδρώ]] βίαια και παράλογα<br /><b>2.</b> επιδίδομαι ασύστολα σε άσεμνες πράξεις<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] έξω φρενών<br /><b>4.</b> (η μτχ. ως επίθ. ή ουσ.) <i>αφηνιασμένος</i><br />αυτός που έχει χάσει τον αυτοέλεγχο, ο μανιασμένος. | |mltxt=(AM [[ἀφηνιάζω]]) [[ηνία]]<br />(για τα υποζύγια, και [[κυρίως]] τα άλογα) δεν συγκρατούμαι από τα [[ηνία]], [[αρνούμαι]] να υπακούσω στον αναβάτη<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />εξεγείρομαι, [[στασιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ανθρώπους)<br /><b>1.</b> παρεκτρέπομαι, παραφέρομαι, [[αντιδρώ]] βίαια και παράλογα<br /><b>2.</b> επιδίδομαι ασύστολα σε άσεμνες πράξεις<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] έξω φρενών<br /><b>4.</b> (η μτχ. ως επίθ. ή ουσ.) <i>αφηνιασμένος</i><br />αυτός που έχει χάσει τον αυτοέλεγχο, ο μανιασμένος. | ||
}} | }} |