φαινόλη: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fainoli
|Transliteration C=fainoli
|Beta Code=faino/lh
|Beta Code=faino/lh
|Definition=Dor. -όλα, ἡ, = Lat. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[paenula]], [[thick upper garment]], [[cloak]], <span class="bibl">Rhinth.7</span>, cf. φαινόλα· <b class="b3">τὸ ὕφασμα</b>, Hsch.; φαίνουλα <span class="title">Edict.Diocl.</span> 19.51 (Megalop.), παίνουλα ib.52, πένουλα ib.51 (Megar.):—but usu. φαινόλης, ου, ὁ, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>4.8.34</span>, <span class="bibl">Ath.3.97e</span>, <span class="bibl">Artem.2.3</span>, <span class="bibl">Poll.7.61</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>736.4</span> (i A. D.).</span>
|Definition=Dor. [[φαινόλα]], ἡ, = Lat. [[paenula]], [[thick upper garment]], [[cloak]], Rhinth.7, cf. φαινόλα· <b class="b3">τὸ ὕφασμα</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; φαίνουλα ''Edict.Diocl.'' 19.51 (Megalop.), παίνουλα ib.52, πένουλα ib.51 (Megar.):—but usually φαινόλης, ου, ὁ, Arr.''Epict.''4.8.34, Ath.3.97e, Artem.2.3, Poll.7.61, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''736.4 (i A. D.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και δωρ. τ. φαινόλα και φαίνουλα και παίνουλα και πένουλα, ἡ, Α<br />ο [[φαινόλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[φαινόλης]] (<i>ὁ</i>), [[κατά]] τα θηλ. Οι τ. <i>φαίνουλα</i>, <i>παίνουλα</i>, <i>πένουλα</i> έχουν σχηματιστεί κατ' [[επίδραση]] του λατ. <i>paenula</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαινόλης]])].<br /><b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>χημ.</b><br /><b>1.</b> μονοκυκλική οργανική [[ένωση]], υδροξυλιωμένο παράγωγο του βενζολίου, γνωστή και με τις ονομασίες φαινικό οξύ και [[υδροξυβενζόλιο]], το πρώτο και απλούστερο [[μέλος]] της ευρείας οικογένειας τών φαινολών<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι φαινόλες</i>·[[οικογένεια]] κυκλικών οργανικών ενώσεων της αρωματικής [[σειράς]], τα μόρια τών οποίων περιλαμβάνουν μία ή περισσότερες ομάδες υδροξυλίου απευθείας ενωμένες με έναν αρωματικό δακτύλιο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ρητίνη]] [[φαινόλης]]-φορμαλδεΰδης»<br />(χημ.-τεχνολ.) [[κατηγορία]] συνθετικών ρητινών που προέρχονται από τη [[συμπύκνωση]] [[φαινόλης]] και φορμαλδεΰδης και βρίσκουν σημαντικές εφαρμογές ως ηλεκτρομονωτικά υλικά για την [[κατασκευή]] χυτών αντικειμένων, ως [[μέσα]] συγκολλήσεων και επικαλύψεων κ.ά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>phenol</i> <span style="color: red;"><</span> <i>phen</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ol</i> της χημ. ορολογίας].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και δωρ. τ. φαινόλα και φαίνουλα και παίνουλα και πένουλα, ἡ, Α<br />ο [[φαινόλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[φαινόλης]] (<i>ὁ</i>), [[κατά]] τα θηλ. Οι τ. <i>φαίνουλα</i>, <i>παίνουλα</i>, <i>πένουλα</i> έχουν σχηματιστεί κατ' [[επίδραση]] του λατ. <i>paenula</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαινόλης]])].<br /><b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>χημ.</b><br /><b>1.</b> μονοκυκλική οργανική [[ένωση]], υδροξυλιωμένο παράγωγο του βενζολίου, γνωστή και με τις ονομασίες φαινικό οξύ και [[υδροξυβενζόλιο]], το πρώτο και απλούστερο [[μέλος]] της ευρείας οικογένειας τών φαινολών<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι φαινόλες</i>·[[οικογένεια]] κυκλικών οργανικών ενώσεων της αρωματικής [[σειράς]], τα μόρια τών οποίων περιλαμβάνουν μία ή περισσότερες ομάδες υδροξυλίου απευθείας ενωμένες με έναν αρωματικό δακτύλιο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ρητίνη]] [[φαινόλης]]-φορμαλδεΰδης»<br />(χημ.-τεχνολ.) [[κατηγορία]] συνθετικών ρητινών που προέρχονται από τη [[συμπύκνωση]] [[φαινόλης]] και φορμαλδεΰδης και βρίσκουν σημαντικές εφαρμογές ως ηλεκτρομονωτικά υλικά για την [[κατασκευή]] χυτών αντικειμένων, ως [[μέσα]] συγκολλήσεων και επικαλύψεων κ.ά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>phenol</i> <span style="color: red;"><</span> <i>phen</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ol</i> της χημ. ορολογίας].
}}
}}