στύω: Difference between revisions

258 bytes added ,  25 August 2023
m
LSJ1 replacement
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=στῠ́ω
|Full diacritics=στῡ́ω
|Medium diacritics=στύω
|Medium diacritics=στύω
|Low diacritics=στύω
|Low diacritics=στύω
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=styo
|Transliteration C=styo
|Beta Code=stu/w
|Beta Code=stu/w
|Definition=fut. <b class="b3">στύσω [ῡ</b>] <span class="title">AP</span>10.100 (Antiphan.): aor.1 inf. [[στῦσαι]] <span class="bibl">Ar. <span class="title">Lys.</span>598</span>:—[[make stiff]] or [[make erect]]: sens. obsc., [[penem erigere]], Ar. [[l.c.]]:— Pass. (with intr. pf. Act. ἔστῡκα <span class="bibl">Id.<span class="title">Av.</span>557</span>, <span class="bibl"><span class="title">Lys.</span>989</span>, Lacon. 3pl. <b class="b3">-αντι</b> ib.<span class="bibl">996</span>), <span class="bibl">Id.<span class="title">Av.</span>1256</span>; ἐπίτινα <span class="bibl">Luc.<span class="title">Alex.</span>11</span>: aor. Pass. ἐστύθην <span class="bibl">Diog.<span class="title">Ep.</span>35.3</span>.
|Definition=fut. στύσω [ῡ] ''AP''10.100 (Antiphan.): aor.1 inf. [[στῦσαι]] Ar. ''Lys.''598:—[[make stiff]] or [[make erect]]: [[sensu obsceno|sens. obsc.]], [[penem erigere]], Ar. [[l.c.]]:—Pass. (with intr. pf. Act. ἔστῡκα Id.''Av.''557, ''Lys.''989, Lacon. 3pl. -αντι ib.996), Id.''Av.''1256; ἐπίτινα Luc.''Alex.''11: aor. Pass. ἐστύθην Diog.''Ep.''35.3.
}}
{{ls
|lstext='''στύω''': μέλλ. στύσω [ῡ] Ἀνθ. Π. 10. 100· ἀόρ. ἐστῡσα Ἀριστοφ. Λυσ. 598· (ἴδε ἐν λ. [[στῦλος]]). Κάμνω τι νὰ σηκωθῇ, νὰ σταθῇ ὄρθιον, νὰ «τσιτωθῇ», ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασ., δηλ. ἐπὶ τοῦ ἀνδρ. μορίου, penem erigere, ἀλλ’ [[ὅστις]] ἔτι στῦσαι δυνατὸς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., μετὰ πρκμ. ἀμεταβ. ἐνεργ. ἔστῡκα (Λακων. γ΄ πληθ. -αντι Ἀριστοφ. Λυσ. 996)· [[ὥστε]] θαυμάζειν [[ὅπως]] οὕτω [[γέρων]] ὢν στύομαι τριέμβολον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1256· ἐπί τινα Λουκ. Ἀλέξ. 11...
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> στύσω, <i>ao.</i> ἔστυσα, <i>pf.</i> ἔστυκα;<br />être en érection.<br />'''Étymologie:''' R. Στυ, se tenir debout ; cf. R. Στα, v. [[ἵστημι]].
|btext=<i>f.</i> στύσω, <i>ao.</i> ἔστυσα, <i>pf.</i> ἔστυκα;<br />[[être en érection]].<br />'''Étymologie:''' R. Στυ, se tenir debout ; cf. R. Στα, v. [[ἵστημι]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br />([[κυρίως]] το μέσ.) <i>στύομαι</i><br />έχω το [[πέος]] ή την [[κλειτορίδα]] τεντωμένα, έχω [[στύση]], έχω διεγερθεί<br /><b>αρχ.</b><br />(το ενεργ.) ([[κυρίως]] σχετικά με το γεννητικό [[μόριο]]) [[κάνω]] σκληρό ή [[κάνω]] να σηκωθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[στύω]] έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στ</i>- της ρίζας του [[ἵστημι]] με [[παρέκταση]] -<i>u</i>/<i>F</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[στύλος]])].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=στύω [~ στῦλος] perf. Laconisch 3 plur. ἐστύκαντι Aristoph. Lys. 996, een erectie krijgen, (hem) omhoog krijgen:; ὅστις ἔτι στῦσαι δύνατος alwie hem nog omhoog kan krijgen Aristoph. Lys. 80; meestal pass. met intrans. perf. ἔστυκα een stijve krijgen of hebben:. οὐκ ἔστιν... ἀνὴρ ὅστις πρὸς ἐμὲ πρόσεισιν ἐστυκώς er is geen man die mij benadert met een stijve Aristoph. Lys. 214; ὡς ἀπὸ Τρίκκης μέχρι Παφλαγονίας στύεσθαι ἐπὶ τὴν Ἀλεξάνδου μητέρα dat hij vanaf Tricca tot aan Paflagonië zijn pik achterna ging op zoek naar de moeder van Alexander Luc. 42.11.
|elnltext=στύω [~ στῦλος] perf. Laconisch 3 plur. ἐστύκαντι Aristoph. Lys. 996, een erectie krijgen, (hem) omhoog krijgen:; ὅστις ἔτι στῦσαι δύνατος alwie hem nog omhoog kan krijgen Aristoph. Lys. 80; meestal pass. met intrans. perf. ἔστυκα een stijve krijgen of hebben:. οὐκ ἔστιν... ἀνὴρ ὅστις πρὸς ἐμὲ πρόσεισιν ἐστυκώς er is geen man die mij benadert met een stijve Aristoph. Lys. 214; ὡς ἀπὸ Τρίκκης μέχρι Παφλαγονίας στύεσθαι ἐπὶ τὴν Ἀλεξάνδου μητέρα dat hij vanaf Tricca tot aan Paflagonië zijn pik achterna ging op zoek naar de moeder van Alexander Luc. 42.11.
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], <i>[[steifen]], [[emporrichten]]</i>, bes. das [[männliche]] [[Glied]], ὅστις [[ἔτι]] στῦσαι [[δυνατός]] Ar. <i>Lys</i>. 598, und a. com.;<br><b class="num">Pass</b>. mit dem perf. act. ἔστῡκα, <i>[[steif]] emporstehen, [[aufgerichtet]] sein</i>, gew. vom männlichen Gliede, Ar. <i>Ach</i>. 1180, ποθοῦντες [[ὑμᾶς]] ἀναμένουσ' ἐστυκότες <i>Pax</i> 712, <i>Av</i>. 557 und [[öfter]]; ἐστύκαντι, [[lakonisch]], <i>Lys</i>. 996 und [[sonst]]; στύεσθαι ἐπὶ τὴν μητέρα, Luc. <i>Alex</i>. 11.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''στύω:''' (ῡ) тж. med. находиться в состоянии напряжения Arph.: στύεσθαι ἐπί τινα Luc. arrigere in [[aliquam]].
|elrutext='''στύω:''' (ῡ) тж. med. находиться в состоянии напряжения Arph.: στύεσθαι ἐπί τινα Luc. arrigere in [[aliquam]].
}}
{{ls
|lstext='''στύω''': μέλλ. στύσω [ῡ] Ἀνθ. Π. 10. 100· ἀόρ. ἐστῡσα Ἀριστοφ. Λυσ. 598· (ἴδε ἐν λ. [[στῦλος]]). Κάμνω τι νὰ σηκωθῇ, νὰ σταθῇ ὄρθιον, νὰ «τσιτωθῇ», ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασ., δηλ. ἐπὶ τοῦ ἀνδρ. μορίου, penem erigere, ἀλλ’ [[ὅστις]] ἔτι στῦσαι δυνατὸς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., μετὰ πρκμ. ἀμεταβ. ἐνεργ. ἔστῡκα (Λακων. γ΄ πληθ. -αντι Ἀριστοφ. Λυσ. 996)· [[ὥστε]] θαυμάζειν [[ὅπως]] οὕτω [[γέρων]] ὢν στύομαι τριέμβολον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1256· ἐπί τινα Λουκ. Ἀλέξ. 11...
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br />([[κυρίως]] το μέσ.) <i>στύομαι</i><br />έχω το [[πέος]] ή την [[κλειτορίδα]] τεντωμένα, έχω [[στύση]], έχω διεγερθεί<br /><b>αρχ.</b><br />(το ενεργ.) ([[κυρίως]] σχετικά με το γεννητικό [[μόριο]]) [[κάνω]] σκληρό ή [[κάνω]] να σηκωθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[στύω]] έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στ</i>- της ρίζας του [[ἵστημι]] με [[παρέκταση]] -<i>u</i>/<i>F</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[στύλος]])].
}}
}}
{{etym
{{etym