3,277,055
edits
(1b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dino | |Transliteration C=dino | ||
|Beta Code=di/nw | |Beta Code=di/nw | ||
|Definition=[ῑ], used only in pres., | |Definition=[ῑ], used only in pres., [[thresh out on the]] δῖνος ''III'', ἱερὸν ἀκτὴν δινέμεν Hes.''Op.''598:—Pass., <b class="b3">δινομένην ὑπὸ</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[περὶ]]) <b class="b3"> βουσὶν… ἅλωα</b> [[trodden by the circling]] oxen, Call.''Fr.''51:—Aeol. [[δίννω]] Hdn.Gr.2.492: Dor. 3pl. ἀπο-δίνωντι ''Tab.Heracl.''1.102. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> eol. δίννω Hdn.Gr.2.492<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br />[[trillar]] ἱερὸν ἀκτὴν δινέμεν Hes.<i>Op</i>.598, en v. pas. δινομένην ὑπὸ βουσὶν ... ἅλωα Call.<i>SHell</i>.285.7. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0632.png Seite 632]] = [[δινέω]]; bei Hes. O. 595 ist Δημήτερος ἀκτὴν δινέμεν = auf der Tenne ausdreschen; vgl. Callim. bei E. M. 74, 16 u. Suid. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0632.png Seite 632]] = [[δινέω]]; bei Hes. O. 595 ist Δημήτερος ἀκτὴν δινέμεν = auf der Tenne ausdreschen; vgl. Callim. bei E. M. 74, 16 u. Suid. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>c.</i> [[δινέω]]. | |btext=<i>c.</i> [[δινέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''δίνω:''' (ῑ) (только inf. [[δινέμεν]] Hes.) = [[δινέω]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δίνω''': μόνον κατ’ ἐνεστ., [[ἁλωνίζω]] ἐπὶ τοῦ δίνου (ΙΙΙ), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 596. -Παθ., δινομένην ὑπὸ βουσὶν… ἅλωα, πατουμένην ὑπὸ περιφερομένων κύκλῳ βοῶν, Καλλ. Ἀποσπ. 51. -Λεσβιακ. [[τύπος]] δίννω παρὰ Χοιροβ., ἴδε Ahrens π. Αἰολ. σ. 53· γ΄ πληθ. ἀποδίνωντι, Πίν. Ἡρακλ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 102. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[δίδω]] και [[δώνω]] (AM [[δίδωμι]] και [[δίδω]])<br />Ι. 1. [[δίνω]] στο [[χέρι]] [[κάτι]], [[εγχειρίζω]]<br /><b>2.</b> [[χαρίζω]], [[παρέχω]] («του 'δώσε [[δέκα]] λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη [[ρήγισσα]] και [[πάλιν]] άλλον [[γόνον]]»)<br /><b>3.</b> [[κληροδοτώ]] («του 'δώσε τ' [[αμπέλι]]»)<br /><b>4.</b> [[προσφέρω]], [[αφιερώνω]] στον Θεό ή στους Αγίους («τά 'δωσε στην [[Παναγία]]»)<br /><b>5.</b> (για τον Θεό) [[παρέχω]], [[κάνω]] να... («ο Θεός να δώσει», «Θεὸς... ἔδωκε πόλιν οἰκίζειν»)<br /><b>6.</b> (για γονείς) [[δίνω]] σε γάμο την [[κόρη]] μου («της δίνουν ένα δάσκαλο κι αυτόν δεν [[τόνε]] θέλει»)<br /><b>7.</b> [[παραχωρώ]] εργάτες, στρατιώτες, προσωπικό κ.λπ. για την [[εκτέλεση]] υπηρεσίας («θα του δώσουν δυο-[[τρεις]] μαστόρους»)<br /><b>8.</b> [[χορηγώ]] («τους έδωσαν τη [[νίκη]]», «κῡδος ἐδίδου»)<br /><b>9.</b> [[απονέμω]] («ποιο [[γυμνάσιο]] σού 'δώσε το απολυτήριο», «δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς»)<br /><b>10.</b> [[επιτρέπω]] («δεν της έδωσε ο [[πνευματικός]] να κοινωνήσει», «δεδωκότων αὐτῷ τῶν νόμων...»)<br /><b>11.</b> [[παραδίνω]] ως [[λεία]] («θα σέ δώσω στα σκυλιά», «Ἕκτορα κυσίν... δώσειν»)<br /><b>12.</b> [[πληρώνω]] κάποιον, [[καταβάλλω]] [[μισθό]] ή [[αμοιβή]] για [[εργασία]]<br /><b>13.</b> [[δίνω]] [[φιλοδώρημα]]<br /><b>14.</b> [[υποβάλλω]] [[αίτηση]] ή [[αναφορά]]<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δίνω]] [[γνώμη]]», «γνώμην [[δίδωμι]]» — [[προτείνω]], [[προβάλλω]] κάποια [[άποψη]]<br />β) «[[δίνω]] όρκο», «ὅρκους ἔδωκαν» — ορκίζομαι<br />γ) «[[δίνω]] [[δάνειο]]» — [[δανείζω]]<br />δ) «[[δίνω]] [[προσοχή]]» — [[προσέχω]]<br />ε) «[[δίνω]] ψήφο» — [[ψηφίζω]]<br /><b>16.</b> <b>μέσ.</b> <i>δίνομαι</i>, <i>δίδομαι</i><br />αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι ή [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]] ένθερμα, με ζήλο<br /><b>17.</b> (παθ. γ' προσ.) <b>μαθημ.</b> «δίδεται [[σημείο]] σε [[ευθεία]]» — παρέχεται υποθετικά<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με ουσ. που φανερώνει [[ενέργεια]]) [[διεξάγω]], [[διοργανώνω]] («[[δίνω]] χορό», «[[δίνω]] [[συναυλία]]»)<br /><b>2.</b> [[προικίζω]] («της δίνει ο [[πατέρας]] της [[καράβι]] αρματωμένο»)<br /><b>3.</b> [[καθορίζω]]<br /><b>4.</b> [[παραχωρώ]] μια [[περιοχή]] σε κάποιον<br /><b>5.</b> [[ανακοινώνω]] (α. «έδωσε το [[κείμενο]] της συμφωνίας» β. «έδωσε στη [[δημοσιότητα]]» γ. «δίδει τὸ μικρὸν [[μήνυμα]]» <br />δ) «ἐδίδουν τὸ μέγα [[μήνυμα]]» — σε [[εκλογή]] επισκόπου)<br /><b>6.</b> [[ελεώ]] («δίνει στους φτωχούς», «ἔδωκε | |mltxt=<b>(I)</b><br />και [[δίδω]] και [[δώνω]] (AM [[δίδωμι]] και [[δίδω]])<br />Ι. 1. [[δίνω]] στο [[χέρι]] [[κάτι]], [[εγχειρίζω]]<br /><b>2.</b> [[χαρίζω]], [[παρέχω]] («του 'δώσε [[δέκα]] λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη [[ρήγισσα]] και [[πάλιν]] άλλον [[γόνον]]»)<br /><b>3.</b> [[κληροδοτώ]] («του 'δώσε τ' [[αμπέλι]]»)<br /><b>4.</b> [[προσφέρω]], [[αφιερώνω]] στον Θεό ή στους Αγίους («τά 'δωσε στην [[Παναγία]]»)<br /><b>5.</b> (για τον Θεό) [[παρέχω]], [[κάνω]] να... («ο Θεός να δώσει», «Θεὸς... ἔδωκε πόλιν οἰκίζειν»)<br /><b>6.</b> (για γονείς) [[δίνω]] σε γάμο την [[κόρη]] μου («της δίνουν ένα δάσκαλο κι αυτόν δεν [[τόνε]] θέλει»)<br /><b>7.</b> [[παραχωρώ]] εργάτες, στρατιώτες, προσωπικό κ.λπ. για την [[εκτέλεση]] υπηρεσίας («θα του δώσουν δυο-[[τρεις]] μαστόρους»)<br /><b>8.</b> [[χορηγώ]] («τους έδωσαν τη [[νίκη]]», «κῡδος ἐδίδου»)<br /><b>9.</b> [[απονέμω]] («ποιο [[γυμνάσιο]] σού 'δώσε το απολυτήριο», «δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς»)<br /><b>10.</b> [[επιτρέπω]] («δεν της έδωσε ο [[πνευματικός]] να κοινωνήσει», «δεδωκότων αὐτῷ τῶν νόμων...»)<br /><b>11.</b> [[παραδίνω]] ως [[λεία]] («θα σέ δώσω στα σκυλιά», «Ἕκτορα κυσίν... δώσειν»)<br /><b>12.</b> [[πληρώνω]] κάποιον, [[καταβάλλω]] [[μισθό]] ή [[αμοιβή]] για [[εργασία]]<br /><b>13.</b> [[δίνω]] [[φιλοδώρημα]]<br /><b>14.</b> [[υποβάλλω]] [[αίτηση]] ή [[αναφορά]]<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δίνω]] [[γνώμη]]», «γνώμην [[δίδωμι]]» — [[προτείνω]], [[προβάλλω]] κάποια [[άποψη]]<br />β) «[[δίνω]] όρκο», «ὅρκους ἔδωκαν» — ορκίζομαι<br />γ) «[[δίνω]] [[δάνειο]]» — [[δανείζω]]<br />δ) «[[δίνω]] [[προσοχή]]» — [[προσέχω]]<br />ε) «[[δίνω]] ψήφο» — [[ψηφίζω]]<br /><b>16.</b> <b>μέσ.</b> <i>δίνομαι</i>, <i>δίδομαι</i><br />αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι ή [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]] ένθερμα, με ζήλο<br /><b>17.</b> (παθ. γ' προσ.) <b>μαθημ.</b> «δίδεται [[σημείο]] σε [[ευθεία]]» — παρέχεται υποθετικά<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με ουσ. που φανερώνει [[ενέργεια]]) [[διεξάγω]], [[διοργανώνω]] («[[δίνω]] χορό», «[[δίνω]] [[συναυλία]]»)<br /><b>2.</b> [[προικίζω]] («της δίνει ο [[πατέρας]] της [[καράβι]] αρματωμένο»)<br /><b>3.</b> [[καθορίζω]]<br /><b>4.</b> [[παραχωρώ]] μια [[περιοχή]] σε κάποιον<br /><b>5.</b> [[ανακοινώνω]] (α. «έδωσε το [[κείμενο]] της συμφωνίας» β. «έδωσε στη [[δημοσιότητα]]» γ. «δίδει τὸ μικρὸν [[μήνυμα]]» <br />δ) «ἐδίδουν τὸ μέγα [[μήνυμα]]» — σε [[εκλογή]] επισκόπου)<br /><b>6.</b> [[ελεώ]] («δίνει στους φτωχούς», «ἔδωκε τοῖς πένησι»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για κτήματα, ζώα, επιχειρήσεις <b>κ.λπ.</b>) [[παράγω]], [[αποφέρω]] [[κέρδος]]<br /><b>2.</b> πουλάω («δίνει το [[σπίτι]] του όσο όσο»)<br /><b>3.</b> (ως [[συγγραφέας]], [[σκηνοθέτης]], [[ηθοποιός]]) [[παρουσιάζω]] θεατρικό [[έργο]]<br /><b>4.</b> (για πράξεις μαθηματικών) [[δίνω]] ως [[εξαγόμενο]]<br /><b>5.</b> (λογιστική) «δοῦν | ||
αι καὶ λαβεῖν» — [[πίστωση]] και [[χρέωση]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «δίνει [[σημεία]] ζωής» — κάνει γνωστή την ύπαρξη του<br />β) «δεν δίνει [[σημεία]] ζωής» — εξαφανίστηκε<br />γ) «δίνει και παίρνει» — διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο<br />δ) «του [[δίνω]] (δρόμο)» — [[φεύγω]] [[γρήγορα]]<br />ε) «του 'δώσε τα παπούτσια στο [[χέρι]]» — τον έδιωξε<br />στ) «του [[δίνω]] να καταλάβει» — [[εξηγώ]] με λεπτομέρειες<br />ζ) «του 'δωσα να καταλάβει» — τον έδειρα<br />η) «[[δίνω]] τον λόγο μου» — [[υπόσχομαι]]<br />θ) «[[δίνω]] [[λαβή]]» — [[γίνομαι]] [[αφορμή]]<br />ι) «[[δίνω]] [[βάρος]]» — [[κουράζω]], [[ενοχλώ]]<br />ια) «[[δίνω]] τη [[στέλλα]]» — [[δίνω]] σε ξύλα ή μαδέρια το [[σχήμα]] γωνίας προσαρμόζοντας τα στον γνώμονα<br />ιβ) «δώσε, δώσε» — με επίμονη [[προσπάθεια]]<br />ιγ) «δεν [[δίνω]] [[δυάρα]]» — [[αδιαφορώ]]<br />ιδ) «[[δίνω]] [[χέρι]]» — [[βοηθώ]]<br />ιε) «το 'δωσε» (ενν. το [[μυαλό]])<br />[[είναι]] [[τρελός]]<br />ιστ) «μού δίνει στα [[νεύρα]]» ή «μού τή δίνει» — με εκνευρίζει<br />ιζ) «το δίνει» — με άσεμνη [[σημασία]] για [[γυναίκα]] ή κίναιδο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αφιερώνω]] (στίχους ή [[σύγγραμμα]])<br /><b>2.</b> [[επιβάλλω]], έχω ρυθμίσει («καθὼς τὸ δίδει ἡ [[τάξις]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δίδω]] τὸ κοινὸν [[χρέος]]» — [[πεθαίνω]]<br />β) «[[δίδω]] [[πρόσωπον]]» — [[αντιμετωπίζω]] κάποιον εχθρό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διορίζω]], [[εγκαθιστώ]]<br /><b>2.</b> [[παραδέχομαι]] σε [[συζήτηση]], [[συμφωνώ]]<br /><b>3.</b> [[διδάσκω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δίδωμι]] τινά τινι» — [[συγχωρώ]] κάποιον με τη [[μεσολάβηση]] κάποιου άλλου<br />β) «[[δίδωμι]] λόγον, ευθύνας» — [[λογοδοτώ]]<br />γ) «[[δίκην]] [[δίδωμι]]» — τιμωρούμαι<br />δ) «γράμματα [[δίδωμι]]» — [[κλείνω]] [[συμφωνία]]<br />ε) «ἐμβολὴν [[δίδωμι]]»<br />(για [[πλοίο]]) [[πλήττω]] με το [[έμβολο]]<br />II. (μτχ. παθ. παρακμ.) [[δεδομένος]] και δοσμένος, -η, -ο (AM [[δεδομένος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δοθεί, προταθεί, ανακοινωθεί, παραχωρηθεί κ.λπ.<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. ή πληθ.) <i>το δεδομένο</i> ή τα δεδομένα<br />α) ό,τι θεωρείται ως [[βάση]] για [[περαιτέρω]] συλλογισμούς, έρευνες κ.λπ. («[[πρέπει]] να θεωρείται δεδομένο ότι...», «τα δεδομένα της επιστήμης»)<br />β) καθορισμένο, καθιερωμένο («[[είναι]] δοσμένο εκ θεού», «δεδομένον [[ἄνωθεν]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>οι δεδομένοι</i><br />ιερείς στον ναό του Σολομώντος<br /><b>2.</b> <i>τα δεδομένα</i><br />[[τίτλος]] έργου του Ευκλείδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[δίδωμι]] εντάσσεται σε μια ενδιαφέρουσα [[ομάδα]] λέξεων που ανάγονται σε αρχική ΙΕ [[ρίζα]] <i>de∂</i><sub>3</sub>- / <i>d∂</i><sub>3</sub>- (αρχ. ελλ. <i>δω</i>- / <i>δο</i>-) «[[δίνω]]», η οποία απαντά σε όλες [[σχεδόν]] τις ΙΕ γλώσσες. Εξαιτίας της κοινωνικής αξίας της έννοιας της και της ιδέας της αμοιβαιότητας που ενυπάρχει σε αυτήν, με την [[ίδια]] [[ρίζα]] εκφράστηκε [[επίσης]] και η αντίθετη [[έννοια]] του «[[παίρνω]]» ([[πρβλ]]. χεττ. <i>d</i><i>ā</i>- «[[παίρνω]]», ινδοϊραν. <i>ā</i>-<i>d</i><i>ā</i>- «[[δέχομαι]]»). Ο [[ενεστωτικός]] τ. [[δίδωμι]], αναδιπλασιασμένος με -<i>ι</i>- ([[πρβλ]]. οσκ. <i>didest</i> «θα δώσει») αντιστοιχεί σε αρχ. ινδ. <i>dadati</i>, αβεστ. <i>dad</i><i>ā</i><i>iti</i>, «δίνει», πιθ. λατ. <i>reddo</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>re</i>-<i>di</i>-<i>do</i>). Στον [[μέσο]] αόρ. <i>έδοτο</i> απαντά η συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>d∂</i><sub>3</sub> (αρχ. ελλ. <i>δο</i>-) της αρχικής ρίζας ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>di</i>-<i>ta</i>, βενετ. <i>jo</i>-<i>to</i>) που εμφανίζεται [[επίσης]] και στο ρηματικό [[επίθετο]] [[δοτός]]<br />([[πρβλ]]. λατ. <i>dătus</i>). Ο [[ενεργητικός]] αόρ. <i>έδωκα</i> πιθ. οφείλεται σε αναλογικό σχηματισμό ([[πρβλ]]. <i>έθηκα</i>, <i>ήκα</i>) [[αντί]] τ. έδων ([[πρβλ]]. <i>έστην</i>) με μακρόφωνη [[βαθμίδα]] ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>ā</i>-<i>d</i><i>ā</i><i>t</i>, αρμ. <i>et</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>e</i>-<i>d</i><i>ō</i><i>t</i>). Ο απαρμφ. τ. [[δούναι]] (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>δοεναι</i> ή <i>δoFνaı</i>) αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. <i>d</i><i>ā</i><i>vane</i>. Εξάλλου η [[ρίζα]] <i>δω</i>- / <i>δο</i>- εμφανίζει [[μεγάλη]] παραγωγική [[δύναμη]] ([[πρβλ]]. [[δώτωρ]], που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. <i>dat</i><i>ā</i><i>r</i>- [[δόσις]], [[πρβλ]]. λατ. <i>datio</i><br />[[δώρον]], [[πρβλ]]. αρμ. <i>tur</i>, αρχ. σλαβ. <i>darŭ</i>, λατ. <i>d</i><i>ō</i><i>num</i>, αρχ. ινδ. <i>d</i><i>ā</i><i>nam</i> με [[παραλλαγή]] τών <i>r</i> / <i>n</i>. Τέλος το θ. του [[δίδωμι]] εμφανίζεται με τη [[μορφή]] <i>δωσι</i>- (για τον σχηματισμό <b>βλ. λ.</b> <i>τερψίμ</i>-<i>βροτος</i>) ως α' συνθετικό ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>d</i><i>ā</i><i>ti</i>- στο <i>d</i><i>ā</i><i>ti</i>-<i>v</i><i>ā</i><i>ta</i> «όποιος κάνει δώρα») σε [[σύνθετα]] ([[πρβλ]]. [[δωσίδικος]]). Ο νεοελλ. τ. [[δώνω]] σχηματίστηκε από το θ. του αορ. του [[δίδωμι]] ([[πρβλ]]. <i>έστρωσα</i> - [[στρώνω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δόσις]], [[δώρον]], [[δωρεά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δοτήρ]], [[δοτός]], <i>δως</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αναδίδω]] (Α [[αναδίδωμι]])<br />[[αποδίδω]] (Α <i>αποδίδωμι</i>), [[διαδίδω]] (Α [[διαδίδωμι]]), [[εκδίδω]] (Α <i>εκδίδωμι</i>), [[ενδίδω]] (Α <i>ενδίδωμι</i>), [[επιδίδω]] (Α <i>επιδίδωμι</i>), [[καταδίδω]] (Α [[καταδίδωμι]]), [[μεταδίδω]] (Α [[μεταδίδωμι]]), [[παραδίδω]] (Α [[παραδίδωμι]]), [[προδίδω]] (Α [[προδίδωμι]]), [[προσδίδω]] (Α [[προσδίδωμι]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιδίδωμι]], [[εισδίδωμι]], [[συνδίδωμι]], [[υπερδίδωμι]], [[υποδίδωμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>καλοδίνω</i>, <i>ματαδίνω</i>, [[ξαναδίνω]], [[ξεδίνω]], <i>πολυδίνω</i>, [[ψυχοπαραδίνω]]].<br /><b>(II)</b><br />[[δίνω]] και αιολ. τ. δίννω (Α)<br />[[αλωνίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Την ύπαρξη του ρήματος [[δίνω]], παράλληλου τ. τών [[δινώ]], [[δινεύω]] [[αλλά]] με [[σημασία]] «[[αλωνίζω]]», πιστοποιούν οι μεμονωμένοι τύποι <i>δινέμεν</i> (ήδη στον Ησίοδο), <i>δινομένην</i> και <i>αποδίνωντι</i>. Το διπλό -<i>ν</i>- ([[πρβλ]]. αιολ. <i>δίννω</i>), που απαντά [[κατά]] κύριο λόγο σε ρηματικούς [[παρά]] σε ονοματικούς τύπους, εξηγείται ως υπεραιολισμός (<b>βλ.</b> και λ. [[δίνη]])]. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δίνω:''' μόνο στον ενεστ., [[αλωνίζω]] πάνω στο <i>δῖνον</i> (II), σε Ησίοδ. | |lsmtext='''δίνω:''' μόνο στον ενεστ., [[αλωνίζω]] πάνω στο <i>δῖνον</i> (II), σε Ησίοδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=only in pres.]<br />to [[thresh]] out on the [[δῖνος]] (II),Hes. | ||
}} | }} |