κορυβαντιάω: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
|Full diacritics=κορῠβαντιάω
|Medium diacritics=κορυβαντιάω
|Low diacritics=κορυβαντιάω
|Capitals=ΚΟΡΥΒΑΝΤΙΑΩ
|Transliteration A=korybantiáō
|Transliteration B=korybantiaō
|Transliteration C=koryvantiao
|Beta Code=korubantia/w
|Definition=[[celebrate the rites of the Corybantes]], to [[be filled with Corybantic frenzy]], Pl.''Cri.''54d, ''Smp.''215e, ''Ion'' 533e, 536c; K. <b class="b3">περί τι</b> to [[be infatuated]] about a thing, Longin.5: in Ar.''V.''8, comically, of a drowsy person [[nodding and suddenly starting up]], cf. Plin.''HN''11.147.
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être agité d’un transport de Corybante.<br />'''Étymologie:''' [[Κορύβαντες]].
|btext=[[κορυβαντιῶ]] :<br />[[être agité d'un transport de Corybante]].<br />'''Étymologie:''' [[Κορύβαντες]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Κορῠβαντιάω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, είμαι [[γεμάτος]] Κορυβαντική [[μανία]], σε Πλάτ.· στον Αριστοφ., κωμικά, λέγεται για νυσταγμένο άνθρωπο που τινάζεται [[ξαφνικά]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Κορῠβαντιάω, fut. -άσω<br />to be [[filled]] with Corybantic [[frenzy]], Plat.:—in Ar., [[comically]], of a [[drowsy]] [[person]] [[suddenly]] starting up. [from [[Κορύβας]]
}}
{{ls
|lstext='''Κορῠβαντιάω''': μέλλ. -άσω. τελῶ τὰς τελετὰς τῶν Κορυβάντων, πληροῦμαι μανίας ἢ ἐνθουσιασμοῦ Κορυβαντικοῦ, Πλάτ. Κρίτων 54D, Συμπ. 215Ε, Ἴων 534Α, 536C· Κ. [[περί]] τι, εἶμαι κατενθουσιασμένος καὶ [[ἔξαλλος]] ἐπί τινι, Λογγῖν. 5. 1· ― «τῶν δὲ Κορυβάντων ὀρχηστικῶν καὶ ἐνθουσιαστικῶν ὄντων καὶ τοὺς μανικῶς κινουμένους κορυβαντιᾶν φαμὲν» Στράβ. 413· ― ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 8, κωμικῶς ἐπὶ τοῦ νυστάζοντος [[ὅστις]] κατανεύει καὶ αἰφνιδίως [[πάλιν]] ἀνεγείρει τὴν κεφαλήν, πρβλ. Πλίν. 11. 54.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κορῠβαντιάω:''' справлять обряды корибантов, бесноваться как корибанты Plat., Arph.
|elrutext='''κορῠβαντιάω:''' [[справлять обряды корибантов]], [[бесноваться как корибанты]] Plat., Arph.
}}
{{elnl
|elnltext=κορυβαντιάω [Κορύβας] dansen als Corybanten; uitbr. buiten zichzelf zijn:. κορυβαντιᾷς; ben je niet goed snik? Aristoph. Ve. 8.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=-ῶ (=τελῶ τίς τελετές τῶν Κορυβάντων, εἶμαι γεμάτος ἀπό [[μανία]] Κορυβαντική. Ἀπό τό [[Κορύβας]] ([[ἴσως]] ἀπό τό [[κόρυς]] -υθος = [[περικεφαλαία]]). Οἱ [[Κορύβαντες]] [[ἦσαν]] ἱερεῖς τῆς Ῥέας-Κυβέλης στή [[Φρυγία]], πού γιόρταζαν μέ τρελό ἐνθουσιασμό καί χορούς [[κάτω]] ἀπό ἄγρια [[μουσική]].
}}
}}