αὐτουργικός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(7)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aftourgikos
|Transliteration C=aftourgikos
|Beta Code=au)tourgiko/s
|Beta Code=au)tourgiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">willing</b> or <b class="b2">able to work with one's own hand</b>, <span class="bibl">M.Ant.1.5</span>; <b class="b2">industrious</b>, Muson.<span class="title">Fr.</span>11p.57H. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">-κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>), ἡ, <b class="b2">art of making real things</b>, not semblances (εἴδωλα), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span> 266d</span> (dub.).</span>
|Definition=αὐτουργική, αὐτουργικόν,<br><span class="bld">A</span> [[willing]] or [[able to work with one's own hand]], M.Ant.1.5; [[industrious]], Muson.''Fr.''11p.57H.<br><span class="bld">II</span> αὐτουργική (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), ἡ, [[art of making real things]], not semblances ([[εἴδωλα]]), Pl.''Sph.'' 266d (dub.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>ref. a pers. [[que trabaja con sus manos]], [[industrioso]] τὸ αὐ. καὶ ἀπολύπραγμον M.Ant.1.5, αὐτουργικοὶ καὶ φιλόπονοι ὄντες Muson.<i>Fr</i>.11.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ αὐ. [[que produce cosas reales]] op. [[εἰδωλοποιική]] Pl.<i>Sph</i>.266d.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[con sus propias manos]] ἔτι δὲ αὐ. προκομίζειν χρὴ ἐκ τοῦ ταμιείου τὰς γυναῖκας ὧν δεοίμεθα Clem.Al.<i>Paed</i>.3.10.49<br /><b class="num"></b>[[sin ninguna ayuda]] del Creador τὰ τῆς ἀνακτίσεως ... αὐ. αὐτὸς ὑπεδύσατο Leont.H.<i>Nest</i>.M.86.1469B.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0403.png Seite 403]] zum Selbstarbeiten geschickt, M. Anton. 1, 5; ἡ -ική, sc. [[τέχνη]], die Kunst, die Sachen selbst, nicht Abbildungen davon zu machen, Plat. Soph. 266 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0403.png Seite 403]] zum Selbstarbeiten geschickt, M. Anton. 1, 5; ἡ -ική, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], die Kunst, die Sachen selbst, nicht Abbildungen davon zu machen, Plat. Soph. 266 d.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτουργικός''': -ή, -όν, [[πρόθυμος]] ἢ ἰκανὸς νὰ ἐργασθῇ διὰ τῶν ἰδίων του χειρῶν, Μ. Ἀντων. 1. 5· [[ἐπιμελής]], [[ἐργατικός]], Μουσώνιος παρὰ Στοβ. σ. 370. 11: ― Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ τοῦ ἰδίου κόπου, Κλήμ. Ἀλ. 283. ΙΙ. ἡ αὐτουργική (ἐνν. [[τέχνη]]) τοῦ κατασκευάζειν πραγματικόν τι καὶ οὐχὶ ἁπλοῦν [[ὁμοίωμα]] ([[εἴδωλον]]), Πλάτ. Σοφ. 266D.
|lstext='''αὐτουργικός''': -ή, -όν, [[πρόθυμος]] ἢ ἰκανὸς νὰ ἐργασθῇ διὰ τῶν ἰδίων του χειρῶν, Μ. Ἀντων. 1. 5· [[ἐπιμελής]], [[ἐργατικός]], Μουσώνιος παρὰ Στοβ. σ. 370. 11: ― Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ τοῦ ἰδίου κόπου, Κλήμ. Ἀλ. 283. ΙΙ. ἡ αὐτουργική (ἐνν. [[τέχνη]]) τοῦ κατασκευάζειν πραγματικόν τι καὶ οὐχὶ ἁπλοῦν [[ὁμοίωμα]] ([[εἴδωλον]]), Πλάτ. Σοφ. 266D.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>ref. a pers. [[que trabaja con sus manos]], [[industrioso]] τὸ αὐ. καὶ ἀπολύπραγμον M.Ant.1.5, αὐτουργικοὶ καὶ φιλόπονοι ὄντες Muson.<i>Fr</i>.11.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ αὐ. [[que produce cosas reales]] op. εἰδωλοποιική Pl.<i>Sph</i>.266d.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[con sus propias manos]] ἔτι δὲ αὐ. προκομίζειν χρὴ ἐκ τοῦ ταμιείου τὰς γυναῖκας ὧν δεοίμεθα Clem.Al.<i>Paed</i>.3.10.49<br /><b class="num">•</b>[[sin ninguna ayuda]] del Creador τὰ τῆς ἀνακτίσεως ... αὐ. αὐτὸς ὑπεδύσατο Leont.H.<i>Nest</i>.M.86.1469B.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτουργικός]], -ή, -όν (Α) [[αυτουργός]]<br /><b>1.</b> ο [[πρόθυμος]] ή [[ικανός]] να εργαστεί με τα [[ίδια]] του τα χέρια, ο [[εργατικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ αὐτουργική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] του να κατασκευάζει [[κανείς]] [[κάτι]] πραγματικό και όχι απλό [[ομοίωμα]].
|mltxt=[[αὐτουργικός]], -ή, -όν (Α) [[αυτουργός]]<br /><b>1.</b> ο [[πρόθυμος]] ή [[ικανός]] να εργαστεί με τα [[ίδια]] του τα χέρια, ο [[εργατικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ αὐτουργική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] του να κατασκευάζει [[κανείς]] [[κάτι]] πραγματικό και όχι απλό [[ομοίωμα]].
}}
}}