3,277,172
edits
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aftourgikos | |Transliteration C=aftourgikos | ||
|Beta Code=au)tourgiko/s | |Beta Code=au)tourgiko/s | ||
|Definition= | |Definition=αὐτουργική, αὐτουργικόν,<br><span class="bld">A</span> [[willing]] or [[able to work with one's own hand]], M.Ant.1.5; [[industrious]], Muson.''Fr.''11p.57H.<br><span class="bld">II</span> αὐτουργική (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), ἡ, [[art of making real things]], not semblances ([[εἴδωλα]]), Pl.''Sph.'' 266d (dub.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>ref. a pers. [[que trabaja con sus manos]], [[industrioso]] τὸ αὐ. καὶ ἀπολύπραγμον M.Ant.1.5, αὐτουργικοὶ καὶ φιλόπονοι ὄντες Muson.<i>Fr</i>.11.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ αὐ. [[que produce cosas reales]] op. [[εἰδωλοποιική]] Pl.<i>Sph</i>.266d.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[con sus propias manos]] ἔτι δὲ αὐ. προκομίζειν χρὴ ἐκ τοῦ ταμιείου τὰς γυναῖκας ὧν δεοίμεθα Clem.Al.<i>Paed</i>.3.10.49<br /><b class="num">•</b>[[sin ninguna ayuda]] del Creador τὰ τῆς ἀνακτίσεως ... αὐ. αὐτὸς ὑπεδύσατο Leont.H.<i>Nest</i>.M.86.1469B. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0403.png Seite 403]] zum Selbstarbeiten geschickt, M. Anton. 1, 5; ἡ -ική, sc. [[τέχνη]], die Kunst, die Sachen selbst, nicht Abbildungen davon zu machen, Plat. Soph. 266 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0403.png Seite 403]] zum Selbstarbeiten geschickt, M. Anton. 1, 5; ἡ -ική, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], die Kunst, die Sachen selbst, nicht Abbildungen davon zu machen, Plat. Soph. 266 d. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐτουργικός''': -ή, -όν, [[πρόθυμος]] ἢ ἰκανὸς νὰ ἐργασθῇ διὰ τῶν ἰδίων του χειρῶν, Μ. Ἀντων. 1. 5· [[ἐπιμελής]], [[ἐργατικός]], Μουσώνιος παρὰ Στοβ. σ. 370. 11: ― Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ τοῦ ἰδίου κόπου, Κλήμ. Ἀλ. 283. ΙΙ. ἡ αὐτουργική (ἐνν. [[τέχνη]]) τοῦ κατασκευάζειν πραγματικόν τι καὶ οὐχὶ ἁπλοῦν [[ὁμοίωμα]] ([[εἴδωλον]]), Πλάτ. Σοφ. 266D. | |lstext='''αὐτουργικός''': -ή, -όν, [[πρόθυμος]] ἢ ἰκανὸς νὰ ἐργασθῇ διὰ τῶν ἰδίων του χειρῶν, Μ. Ἀντων. 1. 5· [[ἐπιμελής]], [[ἐργατικός]], Μουσώνιος παρὰ Στοβ. σ. 370. 11: ― Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ τοῦ ἰδίου κόπου, Κλήμ. Ἀλ. 283. ΙΙ. ἡ αὐτουργική (ἐνν. [[τέχνη]]) τοῦ κατασκευάζειν πραγματικόν τι καὶ οὐχὶ ἁπλοῦν [[ὁμοίωμα]] ([[εἴδωλον]]), Πλάτ. Σοφ. 266D. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὐτουργικός]], -ή, -όν (Α) [[αυτουργός]]<br /><b>1.</b> ο [[πρόθυμος]] ή [[ικανός]] να εργαστεί με τα [[ίδια]] του τα χέρια, ο [[εργατικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ αὐτουργική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] του να κατασκευάζει [[κανείς]] [[κάτι]] πραγματικό και όχι απλό [[ομοίωμα]]. | |mltxt=[[αὐτουργικός]], -ή, -όν (Α) [[αυτουργός]]<br /><b>1.</b> ο [[πρόθυμος]] ή [[ικανός]] να εργαστεί με τα [[ίδια]] του τα χέρια, ο [[εργατικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ αὐτουργική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] του να κατασκευάζει [[κανείς]] [[κάτι]] πραγματικό και όχι απλό [[ομοίωμα]]. | ||
}} | }} |