ξηραντικός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksirantikos
|Transliteration C=ksirantikos
|Beta Code=chrantiko/s
|Beta Code=chrantiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">causing to dry up</b>, c.gen., πνεύμονος <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span> 16</span>,<span class="bibl">22</span> : abs., ξ. [χυλός] <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>6.1.3</span> ; ξ. δίαιτα <span class="bibl">Diocl.Fr.141</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>925a34</span> (Comp.) ; ξ. δύναμις Dsc.1.13. Adv. -κῶς <b class="b2">by drying</b>. Herod.Med. ap. <span class="bibl">Orib.5.28.23</span>.</span>
|Definition=ξηραντική, ξηραντικόν, [[causing to dry up]], c.gen., πνεύμονος Hp.''Acut.'' 16,22: abs., ξ. [χυλός] [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 6.1.3; ξ. δίαιτα Diocl.Fr.141, cf. Arist.''Pr.''925a34 (Comp.); ξ. δύναμις Dsc.1.13. Adv. [[ξηραντικῶς]] = [[by drying]]. Herod.Med. ap. Orib.5.28.23.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0279.png Seite 279]] trocknend, Plut. Qu. Nat. 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0279.png Seite 279]] trocknend, Plut. Qu. Nat. 1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[qui dessèche]], [[qui rend sec]].<br />'''Étymologie:''' [[ξηραίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ξηραντικός:''' [[быстро сохнущий или быстро высушивающий]] (τὸ τῆς θαλάσσης [[ὕδωρ]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξηραντικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα τοῦ ξηραίνειν, τινος Ἱππ. 386. 2., 387· 25· ἀπολ., Ἀριστ. Προβλ. 29. 22, 2, Διοσκ. 1. 12, κτλ.
|lstext='''ξηραντικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα τοῦ ξηραίνειν, τινος Ἱππ. 386. 2., 387· 25· ἀπολ., Ἀριστ. Προβλ. 29. 22, 2, Διοσκ. 1. 12, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ή, όν :<br />qui dessèche, qui rend sec.<br />'''Étymologie:''' [[ξηραίνω]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ξηραντικός]], -ή, -όν) [[ξηραίνω]]<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]], τη [[δύναμη]] ή την [[ιδιότητα]] να ξηραίνει, [[αποξηραντικός]], [[στεγνωτικός]] («τὸ γὰρ τῇ γεύσει πικρόν, τῇ δυνάμει ξηραντικόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ξηραντικά</i><br />(ενν. [[μέσα]]) <b>χημ.</b> ουσίες που προστίθενται σε διάφορα προϊόντα και επιταχύνουν τη [[διαδικασία]] ξήρανσής τους στον αέρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ξηραντικόν</i><br />η [[δυνατότητα]] ή η [[ικανότητα]] για [[ξήρανση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ξηραντικῶς</i> (Α)<br />με [[αποξήρανση]].
}}
}}