κίτρινος: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kitrinos
|Transliteration C=kitrinos
|Beta Code=ki/trinos
|Beta Code=ki/trinos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of the citron-tree</b>, ξύλον <span class="bibl">D.C.61.10</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[of a citron yellow]], PMasp.6ii82 (vi A.D.), <span class="bibl">Hdn.<span class="title">Epim.</span>179</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">κίτρινον, τό</b>, <b class="b2">a yellowish salve</b>, <span class="bibl">Paul.Aeg.7.18</span>.</span>
|Definition=η, ον,<br><span class="bld">A</span> [[of the citron-tree]], ξύλον D.C.61.10.<br><span class="bld">II</span> [[of a citron yellow]], PMasp.6ii82 (vi A.D.), Hdn.''Epim.''179.<br><span class="bld">III</span> [[κίτρινον]], τό, a [[yellowish]] [[salve]], Paul.Aeg.7.18.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κίτρινος]], -ίνη, -ον)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κίτρου (α. «σα [[φύλλο]] κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ.<br />β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ωχρός]] στην όψη, [[χλομός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κίτρινο</i><br />α) το [[χρώμα]] του κίτρου ή η [[χρωστική]] ύλη που έχει το [[χρώμα]] αυτό (α. «έβαλε πολύ κίτρινο στον τοίχο» β. «το κίτρινο του αργύρου» γ. «το κίτρινο του χρωμίου» δ. «το κίτρινο της κινολίνης»)<br />β) ο [[κρόκος]] του αβγού, το [[κιτρινάδι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κίτρινη [[φυλή]]» — η μογγολική [[φυλή]]<br />β) «[[κίτρινος]] [[πυρετός]]» — [[οξεία]] [[λοιμώδης]] [[νόσος]] τών τροπικών και υποτροπικών χωρών, η οποία ως συμπτώματά της έχει πονοκεφάλους, πόνους στη [[ράχη]], υψηλό πυρετό, [[ναυτία]], εμέτους, αιμορραγίες τών βλεννογόνων και ίκτερο<br />γ) «[[κίτρινος]] [[τύπος]]» — το [[σύνολο]] τών εντύπων που εφαρμόζουν τις μεθόδους του κιτρινισμού<br />δ) «κίτρινοι εργάτες» — οι απεργοσπάστες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[δέντρο]] [[κιτριά]] ή αυτός που προέρχεται από αυτό το [[δέντρο]] («κίτρινον [[ξύλον]]», Δίων Κάσσ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κίτρινον</i><br />[[αλοιφή]] με κίτρινο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κίτρο</i>(<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i>, χαρακτηριστική της ύλης ή του χρώματος (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ξύλ</i>-<i>ινος</i>, <i>πράσ</i>-<i>ινος</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[κιτρινάδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κιτρινάδι]], [[κιτρινιάζω]], [[κιτρινιάρης]], [[κιτρινίζω]], [[κιτρινίλα]], [[κιτρινωπός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κιτρινοειδής]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>κιτρινοβυσσινάτος</i>, [[κιτρινογένης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κιτρινοβαμμένος]], [[κιτρινοκόκκινος]], [[κιτρινόμαυρος]], [[κιτρινοπούλι]], [[κιτρινοπράσινος]], <i>κιτρινοσιδηρίτης</i>, [[κιτρινοφυλλιάζω]], [[κιτρινόχροια]], [[κιτρινόχρους]]. (Β' συνθετικό) [[ολοκίτρινος]], [[χρυσοκίτρινος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ακροκίτρινος</i>, <i>ανοιχτοκίτρινος</i>, [[ασπροκίτρινος]], <i>αχνοκίτρινος</i>, <i>βαθυκίτρινος</i>, [[ερυθροκίτρινος]], <i>καστανοκίτρινος</i>, [[κατακίτρινος]], <i>καφεκίτρινος</i>, <i>κοκκινοκίτρινος</i>, [[μαυροκίτρινος]], <i>μελανοκίτρινος</i>, <i>ξανθοκίτρινος</i>, [[πρασινοκίτρινος]], <i>σταχτοκίτρινος</i>, [[υποκίτρινος]], [[φαιοκίτρινος]], <i>χλομοκίτρινος</i>, [[ωχροκίτρινος]]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κίτρινος]], -ίνη, -ον)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κίτρου (α. «σα [[φύλλο]] κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ.<br />β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ωχρός]] στην όψη, [[χλομός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κίτρινο</i><br />α) το [[χρώμα]] του κίτρου ή η [[χρωστική]] ύλη που έχει το [[χρώμα]] αυτό (α. «έβαλε πολύ κίτρινο στον τοίχο» β. «το κίτρινο του αργύρου» γ. «το κίτρινο του χρωμίου» δ. «το κίτρινο της κινολίνης»)<br />β) ο [[κρόκος]] του αβγού, το [[κιτρινάδι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κίτρινη [[φυλή]]» — η μογγολική [[φυλή]]<br />β) «[[κίτρινος]] [[πυρετός]]» — [[οξεία]] [[λοιμώδης]] [[νόσος]] τών τροπικών και υποτροπικών χωρών, η οποία ως συμπτώματά της έχει πονοκεφάλους, πόνους στη [[ράχη]], υψηλό πυρετό, [[ναυτία]], εμέτους, αιμορραγίες τών βλεννογόνων και ίκτερο<br />γ) «[[κίτρινος]] [[τύπος]]» — το [[σύνολο]] τών εντύπων που εφαρμόζουν τις μεθόδους του κιτρινισμού<br />δ) «κίτρινοι εργάτες» — οι απεργοσπάστες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[δέντρο]] [[κιτριά]] ή αυτός που προέρχεται από αυτό το [[δέντρο]] («κίτρινον [[ξύλον]]», Δίων Κάσσ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κίτρινον</i><br />[[αλοιφή]] με κίτρινο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κίτρο</i>(<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i>, χαρακτηριστική της ύλης ή του χρώματος ([[πρβλ]]. [[ξύλινος]], [[πράσινος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[κιτρινάδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κιτρινάδι]], [[κιτρινιάζω]], [[κιτρινιάρης]], [[κιτρινίζω]], [[κιτρινίλα]], [[κιτρινωπός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κιτρινοειδής]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>κιτρινοβυσσινάτος</i>, [[κιτρινογένης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κιτρινοβαμμένος]], [[κιτρινοκόκκινος]], [[κιτρινόμαυρος]], [[κιτρινοπούλι]], [[κιτρινοπράσινος]], <i>κιτρινοσιδηρίτης</i>, [[κιτρινοφυλλιάζω]], [[κιτρινόχροια]], [[κιτρινόχρους]]. (Β' συνθετικό) [[ολοκίτρινος]], [[χρυσοκίτρινος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ακροκίτρινος</i>, <i>ανοιχτοκίτρινος</i>, [[ασπροκίτρινος]], <i>αχνοκίτρινος</i>, <i>βαθυκίτρινος</i>, [[ερυθροκίτρινος]], <i>καστανοκίτρινος</i>, [[κατακίτρινος]], <i>καφεκίτρινος</i>, <i>κοκκινοκίτρινος</i>, [[μαυροκίτρινος]], <i>μελανοκίτρινος</i>, <i>ξανθοκίτρινος</i>, [[πρασινοκίτρινος]], <i>σταχτοκίτρινος</i>, [[υποκίτρινος]], [[φαιοκίτρινος]], <i>χλομοκίτρινος</i>, [[ωχροκίτρινος]]].
}}
}}