3,258,334
edits
(6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperfanis | |Transliteration C=yperfanis | ||
|Beta Code=u(perfanh/s | |Beta Code=u(perfanh/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑπερφανές, ([[ὑπερφαίνομαι]]) [[appearing over]] or [[appearing above]], [[out-topping]], δόρατα ταπεινὰ καὶ μὴ ὑπερφανῆ X.''Eq.Mag.''5.7 (cod.B, [[ὑπερηφανῆ]] cett.): coupled with [[ὑπέργεια]], Poll.5.150 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐπιφανής]]), cf. 9.20. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1203.png Seite 1203]] ές, darüber erscheinend, Xen. Hipparch. 5, 7, v. l. ὑπερήφανα. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1203.png Seite 1203]] ές, darüber erscheinend, Xen. Hipparch. 5, 7, [[varia lectio|v.l.]] ὑπερήφανα. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />[[levé de manière à être visible]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[φαίνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερφανής:''' видимый сверху, т. е. торчащий вверх (δόρατα Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερφᾰνής''': -ές, γεν. -έος, ([[ὑπερφαίνομαι]]), ὁ φαινόμενος [[ὑπεράνω]] τῶν ἄλλων, ὑπερέχων τοὺς ἄλλους κατὰ τὸ [[ὕψος]], δόρατα ὀρθὰ καὶ ὑπερφανῆ Ξενοφ. Ἱππαρχ. 5, 7 (ὡς ὁ Στέφ. ἀντὶ ὑπερηφανῆ). ΙΙ. = [[ὑπερφαής]], | |lstext='''ὑπερφᾰνής''': -ές, γεν. -έος, ([[ὑπερφαίνομαι]]), ὁ φαινόμενος [[ὑπεράνω]] τῶν ἄλλων, ὑπερέχων τοὺς ἄλλους κατὰ τὸ [[ὕψος]], δόρατα ὀρθὰ καὶ ὑπερφανῆ Ξενοφ. Ἱππαρχ. 5, 7 (ὡς ὁ Στέφ. ἀντὶ ὑπερηφανῆ). ΙΙ. = [[ὑπερφαής]], Πολυδ. Ε΄, 150, Θ΄, 20. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΜΑ [[ὑπερφαίνω | |mltxt=-ές, ΜΑ [[ὑπερφαίνω]], [[ὑπερφαίνομαι]]<br />ο [[ὑπερφαής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φαίνεται πιο [[ψηλά]] από τους άλλους, που τους ξεπερνάει στο ύψος. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερφᾰνής:''' -ές ([[φαίνομαι]]), γεν. <i>-έος</i>, αυτός που φαίνεται πιο πάνω, που ξεχωρίζει, αυτός που υπερέχει των άλλων στο ύψος, σε Ξεν. | |lsmtext='''ὑπερφᾰνής:''' -ές ([[φαίνομαι]]), γεν. <i>-έος</i>, αυτός που φαίνεται πιο πάνω, που ξεχωρίζει, αυτός που υπερέχει των άλλων στο ύψος, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑπερφᾰνής, ές [φαίνομαι]<br />appearing [[over]] or [[above]], out-topping others, Xen. | |||
}} | }} |