ἀκάμας: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akamas
|Transliteration C=akamas
|Beta Code=a)ka/mas
|Beta Code=a)ka/mas
|Definition=[<b class="b3">ᾰκᾰ], αντος, ὁ,</b> (κάμνω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">untiring</b>, <b class="b3">ἠέλιος, Σπερχειός</b>, etc., <span class="bibl">Il.18.239</span>, <span class="bibl">16.176</span>, al. (not in Od.); ἵπποι <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>1.87</span>; Νότος, Βορέας <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>112</span> (lyr.); χρόνος <span class="bibl">Critias 18</span>; <b class="b3">πόνοι</b> <b class="b2">unceasing</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>675</span>; νόος <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>6.79c</span>.</span>
|Definition=[ᾰκᾰ], αντος, ὁ, ([[κάμνω]]) [[untiring]], [[ἠέλιος]], [[Σπερχειός]], etc., Il.18.239, 16.176, al. (not in Od.); ἵπποι Pi.''O.''1.87; Νότος, Βορέας S.''Tr.''112 (lyr.); χρόνος Critias 18; [[πόνοι]] [[unceasing]], Arist.''Fr.''675; νόος Them.''Or.''6.79c.
}}
{{DGE
|dgtxt=-αντος <br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-κᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[infatigable]], [[incansable]] Ἠέλιος <i>Il</i>.18.239, 484, Hes.<i>Th</i>.956, [[Σπερχειός]] <i>Il</i>.16.176, cf. 823, ἵπποι Pi.<i>O</i>.1.87, [[πόντος]] Pi.<i>N</i>.6.39, Νότος ἢ [[Βορέας]] S.<i>Tr</i>.112, ἀ. τε [[χρόνος]] ... τίκτων αὐτὸς ἑαυτόν Critias <i>Fr.Trag</i>.3.1, [[νόος]] Them.<i>Or</i>.6.79c, [[στρατός]] Nonn.<i>D</i>.17.278.<br /><b class="num">2</b> [[incesante]] πόνοι Arist.<i>Fr</i>.675.<br /><b class="num">3</b> otro n. del número [[diez]], <i>Theol.Ar</i>.59.
}}
{{bailly
|btext=αντος (ὁ, ἡ)<br />[[infatigable]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἔκαμον]], de [[κάμνω]].
}}
{{pape
|ptext=αντος, <i>[[unermüdlich]]</i>, Hom. [[viermal]], <i>Il</i>. 16.176 Σπερχειῷ ἀκάμαντι, 823 σῦν ἀκάμαντα, 18.239, 484 ἠέλιον ἀκάμαντα; – Pind. [[πόντος]] <i>N</i>. 6.40, ἵπποι <i>Ol</i>. 1.87; Soph. Νότος <i>Tr</i>. 112.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκάμᾱς:''' αντος (κᾰ) adj. неутомимый, неугомонный ([[Σπερχειός]], [[ἠέλιος]] Hom.; ἵπποι, [[πόντος]] Pind.; [[Νότος]], [[Βορέας]] Soph.; [[χρόνος]] Eur.; πόνοι Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκάμας''': [ᾰκᾰ], αντος, ὁ, ([[κάμνω]]) [[ἀκαταπόνητος]], μὴ ἀναπαυόμενος, [[ἠέλιος]], [[Σπερχειός]], κτλ., Ἰλ. Σ. 239., Π. 176, καὶ ἀλλ. ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.), ἵπποι, Πινδ. Ο. 1. 140· Νότος, [[Βορέας]], Σοφ. Τρ. 112 (λυρ.)· [[χρόνος]], Εὐρ. Ἀποσπ. 597· ἀκ. πόνοι, ἀκατάπαυστοι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 596.
|lstext='''ἀκάμας''': [ᾰκᾰ], αντος, ὁ, ([[κάμνω]]) [[ἀκαταπόνητος]], μὴ ἀναπαυόμενος, [[ἠέλιος]], [[Σπερχειός]], κτλ., Ἰλ. Σ. 239., Π. 176, καὶ ἀλλ. ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.), ἵπποι, Πινδ. Ο. 1. 140· Νότος, [[Βορέας]], Σοφ. Τρ. 112 (λυρ.)· [[χρόνος]], Εὐρ. Ἀποσπ. 597· ἀκ. πόνοι, ἀκατάπαυστοι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 596.
}}
}}
{{bailly
{{Slater
|btext=αντος (, )<br />infatigable.<br />'''Étymologie:''' , [[ἔκαμον]], de [[κάμνω]].
|sltr=<b>ᾰκᾰμας</b> unwearying πτεροῖσίν τἀκάμαντας ἵππους (O. 1.87) πόντου τε γέφυρ' ἀκάμαντος (N. 6.39) μ]ιμν' ἀκαμ[ Δ. 4f. 9.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀκάμας]] (-αντος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]]<br />«Ἠέλιον δ' ἀκάμαντα» (<b>Ομ.</b> Σ 239)<br /><b>2.</b> [[ακατάπαυστος]], [[ασταμάτητος]], [[διαρκής]]<br />«ἀκάμαντες πόνοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -[[κάμα]]-<i>ς</i>, -<i>αντος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάμνω]]<br />η λ. <i>ἀκάμᾱς</i> χρησιμοποιήθηκε [[νωρίς]], ήδη στον Όμηρο, για να δηλώσει «τον ακαταπόνητο, τον ακούραστο», [[πράγμα]] που συνεχίστηκε στον Πίνδαρο και στη μεταγενέστερη [[πεζογραφία]]. Συνώνυμα (και ομόρριζα) του [[ἀκάμας]] υπήρξαν τα [[ἀκμής]] -<i>ῆττος</i> και [[ἄκμητος]] [[καθώς]] και το σύνθ. [[ἀκάματος]] (από το ουσ. [[κάματος]]) που χρησιμοποιήθηκαν ευρύτερα. Από αυτά ο τ. [[ἀκάμας]] υπήρξε ιδιαίτερα [[προσφιλής]] στον Πίνδαρο, που έπλασε μ’ αυτό ως α' συνθ. μια [[σειρά]] από [[σύνθετα]] με τη σημ. του «[[ακούραστος]]» ([[ἀκαμαντολόγχας]], [[ἀκαμαντομάχας]], [[ἀκαμαντόπους]], [[ἀκαμαντοχάρμας]]<br />[[πρβλ]]. και [[ἀκαμαντορόας]], «αυτός που ρέει αδιάκοπα» στον Βακχυλίδη), ενώ ο παράλλ. [[σχηματισμός]] -<i>κμητος</i> χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα ως β' συνθ. μιας [[σειράς]] διαφόρων σημασιών συνθετών ([[πρβλ]]. [[ἄκμητος]], [[πολύκμητος]], [[ἀνδρόκμητος]], <i>δουρί</i>-<i>κμητος</i>, <i>πυρί</i>-<i>κμητος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκάμας:''' [ᾰκᾰ], -αντος, ὁ ([[κάμνω]]), [[ακούραστος]], [[ακάματος]], [[ακαταπόνητος]], αυτός που δεν αναπαύεται, δεν ξεκουράζεται, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κάμνω]]<br />[[untiring]], unresting, Il., etc.
}}
}}