3,274,921
edits
(Bailly1_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parormitikos | |Transliteration C=parormitikos | ||
|Beta Code=parormhtiko/s | |Beta Code=parormhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=παρορμητική, παρορμητικόν, [[stimulative]], Longin.14.3; πρὸς γάμον Plu.''Lyc.''15; <b class="b3">π. ὀρέξεων, ἀφροδισίων</b>, Xenocr. ap. Orib.2.58.146, Dsc.2.110; <b class="b3">π. ῥήματα</b> verbs [[denoting incitement]], A.D.''Synt.''289.16. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0527.png Seite 527]] ή, όν, antreibend, anspornend, [[πρός]] τι, Plut. Lycurg. 15, u. Sp., auch adv. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0527.png Seite 527]] ή, όν, antreibend, anspornend, [[πρός]] τι, Plut. Lycurg. 15, u. Sp., auch adv. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />propre à exciter, à stimuler ; qui excite à qch.<br />'''Étymologie:''' [[παρορμάω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παρορμητικός -ή -όν [παρορμάω] [[aansporend]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρορμητικός:''' [[побуждающий]], [[поощряющий]] (πρός τι Plut.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[παρορμητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[[παρορμώ]] (Ι)]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ενέργεια]] και στο [[αποτέλεσμα]] του [[παρορμώ]], [[προτρεπτικός]] (α. παρορμητικά [[λόγια]]» β. «παρορμητικὸς ἀφροδισίων»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει συχνές ή έντονες εκδηλώσεις παρορμήσεων, αυτός που ρέπει ή ωθεί σε πράξεις αυθόρμητες, ενστικτώδεις, οι οποίες δεν έχουν υποβληθεί στον έλεγχο της συνείδησης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «παρορμητικά ῥήματα» — τα ρήματα που φανερώνουν [[προτροπή]], [[παρακίνηση]], όπως λ.χ. [[ὀτρύνω]], [[ἐρεθίζω]] κ.ά. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρορμητικός:''' -ή, -όν ([[παρορμάω]]), [[προτρεπτικός]], [[διεγερτικός]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρορμητικός''': -ή, -όν, ὁ παρορμῶν, παρακινῶν, Λογγῖν. 14· [[πρός]] τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 15. - Ἐπίρρ. παρορμητικῶς, Προκ. Γάζ. Ι. 1880Α. | |lstext='''παρορμητικός''': -ή, -όν, ὁ παρορμῶν, παρακινῶν, Λογγῖν. 14· [[πρός]] τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 15. - Ἐπίρρ. παρορμητικῶς, Προκ. Γάζ. Ι. 1880Α. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[παρορμητικός]], ή, όν [[παρορμάω]]<br />[[stimulative]], Plut. | ||
}} | }} |