προορατικός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prooratikos
|Transliteration C=prooratikos
|Beta Code=prooratiko/s
|Beta Code=prooratiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[quick at foreseeing]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Div.Somn.</span> 463b15</span>; τῶν ἀδήλων <span class="bibl">Ph.2.176</span>; ἧττον εἶ π. τῆς φύσεως <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>5.8</span>; <b class="b3">τὸ π. μέρος τῆς τέχνης</b> the [[predictive]] province of astrology, Id.19.530.</span>
|Definition=προορατική, προορατικόν, [[quick at foreseeing]], Arist.''Div.Somn.'' 463b15; τῶν ἀδήλων Ph.2.176; ἧττον εἶ π. τῆς φύσεως Gal.''UP''5.8; <b class="b3">τὸ π. μέρος τῆς τέχνης</b> the [[predictive]] province of astrology, Id.19.530.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0737.png Seite 737]] ή, όν, zum Voraussehen od. zur Vorsicht gehörig, Schol. Il. 10, 244 u. Sp., wie Philo.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0737.png Seite 737]] ή, όν, zum Voraussehen od. zur Vorsicht gehörig, Schol. Il. 10, 244 u. Sp., wie Philo.
}}
{{elru
|elrutext='''προορᾱτικός:''' [[способный предвидеть]], [[прозорливый]] ([[ἄνθρωπος]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προορατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προορῶ]]<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να προβλέπει, ο [[προνοητικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προορατικόν</i><br />η [[ικανότητα]] πρόβλεψης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «τὸ προορατικὸν [[μέρος]] τῆς τέχνης» — η προφητική [[ικανότητα]] στην [[αστρολογία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προορατικῶς</i> Μ<br />με [[προορατικότητα]].
|mltxt=-ή, -ό / [[προορατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προορῶ]]<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να προβλέπει, ο [[προνοητικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προορατικόν</i><br />η [[ικανότητα]] πρόβλεψης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «τὸ προορατικὸν [[μέρος]] τῆς τέχνης» — η προφητική [[ικανότητα]] στην [[αστρολογία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προορατικῶς</i> Μ<br />με [[προορατικότητα]].
}}
{{elru
|elrutext='''προορᾱτικός:''' способный предвидеть, прозорливый ([[ἄνθρωπος]] Arst.).
}}
}}