καλαμίνθη: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kalaminthi
|Transliteration C=kalaminthi
|Beta Code=kalami/nqh
|Beta Code=kalami/nqh
|Definition=(so Hsch., but [[καλαμίνθα]] ([[catmint]], [[catnip]], [[catwort]]) <span class="bibl">Philum.<span class="title">Ven.</span>7.9</span>, <span class="bibl">14.6</span>, Phot.), ἡ, = [[καλάμινθος]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>648</span> (gen. sg.), <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>2.16.4</span> (pl.).
|Definition=(so [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], but [[καλαμίνθα]] ([[catmint]], [[catnip]], [[catwort]]) Philum.''Ven.''7.9, 14.6, Phot.), ἡ, = [[καλάμινθος]], Ar.''Ec.''648 (gen. sg.), [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.16.4 (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[καλαμίνθη]])<br /><b>βοτ.</b> [[είδος]] αρωματικού φυτού, κν. [[καλαμίθρα]], [[μέντα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας [[χειλανθή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καλαμίνθης έλαιον»<br /><b>(φαρμ.)</b> αιθέριο [[έλαιο]] που περιέχεται στο [[φυτό]] [[καλαμίνθη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με τους τ. [[κάλαμος]] και [[μίνθη]] «[[μέντα]]» παρέχει τις [[εξής]] δυνατότητες ετυμολογήσεώς της: [[είτε]] προήλθε με συλλαβική [[ανομοίωση]] ([[απλολογία]]) από τον αμάρτυρο τ. <i>καλαμομίνθη</i>, [[είτε]] με [[προσθήκη]] του προελληνικού επιθήματος -<i>ινθ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ερέβ</i>-<i>ινθος</i>) στον τ. [[κάλαμος]], [[είτε]], [[τέλος]], αποτελεί δάνεια λ. σε -<i>ινθ</i>- σχηματισμένη [[κατά]] το [[κάλαμος]]].
|mltxt=η (Α [[καλαμίνθη]])<br /><b>βοτ.</b> [[είδος]] αρωματικού φυτού, κν. [[καλαμίθρα]], [[μέντα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας [[χειλανθή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καλαμίνθης έλαιον»<br /><b>(φαρμ.)</b> αιθέριο [[έλαιο]] που περιέχεται στο [[φυτό]] [[καλαμίνθη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με τους τ. [[κάλαμος]] και [[μίνθη]] «[[μέντα]]» παρέχει τις [[εξής]] δυνατότητες ετυμολογήσεώς της: [[είτε]] προήλθε με συλλαβική [[ανομοίωση]] ([[απλολογία]]) από τον αμάρτυρο τ. <i>καλαμομίνθη</i>, [[είτε]] με [[προσθήκη]] του προελληνικού επιθήματος -<i>ινθ</i>- ([[πρβλ]]. [[ερέβινθος]]) στον τ. [[κάλαμος]], [[είτε]], [[τέλος]], αποτελεί δάνεια λ. σε -<i>ινθ</i>- σχηματισμένη [[κατά]] το [[κάλαμος]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰλᾰμίνθη:''' ης ἡ каламинт, кошачья мята ([[Nepeta]] cataria или [[Melissa]] altissima) Arph., Arst.
|elrutext='''κᾰλᾰμίνθη:''' ης ἡ [[каламинт]], [[кошачья мята]] ([[Nepeta]] cataria или [[Melissa]] altissima) Arph., Arst.
}}
}}
{{elnl
{{elnl