χειμωνικός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheimonikos
|Transliteration C=cheimonikos
|Beta Code=xeimwniko/s
|Beta Code=xeimwniko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">for winter use</b>, ἱμάτια <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1901.37</span> (vi A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">wintry</b>, <b class="b3">καιρός</b> Sch.<span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>1.601</span>: Comp. -ώτερος <b class="b2">Cat. Cod.Astr</b>. <span class="bibl">1.144</span>.</span>
|Definition=χειμωνική, χειμωνικόν,<br><span class="bld">A</span> [[for winter use]], ἱμάτια ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1901.37 (vi A.D.).<br><span class="bld">II</span> [[wintry]], [[καιρός]] Sch.Opp.''H.''1.601: Comp. χειμωνικώτερος ''Cat. Cod.Astr''. 1.144.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χειμωνικός''': -ή, -όν, [[χειμέριος]], τρικυμιώδης, ὄμβρον χειμωνικὸν ἀναπέμπουσα Ἐπιφάν. τ. 2, σ. 277C.
|lstext='''χειμωνικός''': -ή, -όν, [[χειμέριος]], τρικυμιώδης, ὄμβρον χειμωνικὸν ἀναπέμπουσα Ἐπιφάν. τ. 2, σ. 277C.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χειμωνικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[χειμών]], -<i>ῶνος</i>]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του χειμώνα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[χειμωνικό]]<br />το [[καρπούζι]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «δύο χειμωνικά σε μια [[μασχάλη]]» — λέγεται για όσους καταπιάνονται συγχρόνως με δύο δυσχερή έργα<br />β) «στο [[χειμωνικό]] [[χερούλι]] δεν κολλάει»<br />i) δηλώνει ότι δεν στέφονται με [[επιτυχία]] οι προσπάθειες που αντιβαίνουν στη [[φύση]]<br />ii) δηλώνει ότι δεν γίνονται πιστευτές συκοφαντίες που στρέφονται [[εναντίον]] ευυπόληπτου προσώπου<br />γ) «[[γυναίκα]] και χείμωνικό η [[τύχη]] τά διαλέγει» — δηλώνει ότι [[πολλά]] πράγματα στη ζωή [[είναι]] [[ζήτημα]] τύχης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ενδύματα) [[κατάλληλος]] για τον χειμώνα<br /><b>2.</b> [[σφοδρός]], [[θυελλώδης]] («ὄμβρον χειμωνικὸν ἀναπέμπουσα», Επιφάν.).
}}
}}