περίκουρος: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perikouros
|Transliteration C=perikouros
|Beta Code=peri/kouros
|Beta Code=peri/kouros
|Definition=ον, (περικείρω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[shorn all round]], of the female slave's mask in Comedy, <span class="bibl">Poll.4.151</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[surrounded and taken prisoner]], Hsch.</span>
|Definition=περίκουρον, ([[περικείρω]])<br><span class="bld">A</span> [[shorn all round]], of the female slave's mask in Comedy, Poll.4.151.<br><span class="bld">II</span> [[surrounded and taken prisoner]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περίκουρος''': -ον, ([[περικείρω]]) ὁ περικεκαρμένος, ἐπὶ τοῦ προσωπείου γυναικὸς δούλης ἐν τῇ κωμῳδίᾳ, [[Πολυδ]]. Δ΄, 151. ΙΙ. ὁ κυκλωθεὶς καὶ αἰχμαλωτισθείς, «περίκουροι· οἱ ἐκ τοῦ κυκλωθῆναι ἁλισκόμενοι ἐν ταῖς μάχαις» Ἡσύχ.· [[οὕτως]] ἀμφίκουρο, «[[ἀμφίκουρος]] δὲ ἣν [[ἑκατέρωθεν]] ἄνδρες περιλάβωσιν» Σουΐδ.
|lstext='''περίκουρος''': -ον, ([[περικείρω]]) ὁ περικεκαρμένος, ἐπὶ τοῦ προσωπείου γυναικὸς δούλης ἐν τῇ κωμῳδίᾳ, Πολυδ. Δ΄, 151. ΙΙ. ὁ κυκλωθεὶς καὶ αἰχμαλωτισθείς, «περίκουροι· οἱ ἐκ τοῦ κυκλωθῆναι ἁλισκόμενοι ἐν ταῖς μάχαις» Ἡσύχ.· [[οὕτως]] ἀμφίκουρο, «[[ἀμφίκουρος]] δὲ ἣν [[ἑκατέρωθεν]] ἄνδρες περιλάβωσιν» Σουΐδ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[περικείρω]]<br /><b>1.</b> (για [[προσωπείο]] δούλας στην [[κωμωδία]]) κουρεμένος [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που κυκλώθηκε και αιχμαλωτίστηκε από κάποιον.
|mltxt=-ον, Α [[περικείρω]]<br /><b>1.</b> (για [[προσωπείο]] δούλας στην [[κωμωδία]]) κουρεμένος [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που κυκλώθηκε και αιχμαλωτίστηκε από κάποιον.
}}
}}