χαλκεομήστωρ: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chalkeomistor
|Transliteration C=chalkeomistor
|Beta Code=xalkeomh/stwr
|Beta Code=xalkeomh/stwr
|Definition=ορος, ὁ, [[skilled in arms]], <b class="b3">χαλκεομήστορος Ἕκτορος</b>, restored by Burges in <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>271</span> (lyr.) from Hsch. (<b class="b3">χαλκεομίστωρ· ἰσχυροφόρος</b>, i. e. <b class="b3">χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος</b>).
|Definition=-ορος, ὁ, [[skilled in arms]], <b class="b3">χαλκεομήστορος Ἕκτορος</b>, restored by Burges in E.''Tr.''271 (lyr.) from [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (χαλκεομίστωρ· ἰσχυροφόρος, i.e. χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος).
}}
{{bailly
|btext=οροσ (ὁ) :<br />[[à la volonté d'airain]].<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[μήδομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκεομήστωρ:''' ορος adj. с несокрушимой волей, непреклонный (Eur. - [[varia lectio|v.l.]] к [[χαλκεομίτωρ]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκεομήστωρ''': ὁ, πεπειραμένος εἰς τὰ ὅπλα, χαλκεομήστορος Ἕκτορος, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Burges ἐν Εὐρ. Τρῳ. 271, ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (παρ’ ᾧ φέρεται «χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος»)· τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι χακλεομίτορος· ― πρβλ. [[δοριμήστωρ]] [[ἐντεσιμήστωρ]].
|lstext='''χαλκεομήστωρ''': ὁ, πεπειραμένος εἰς τὰ ὅπλα, χαλκεομήστορος Ἕκτορος, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Burges ἐν Εὐρ. Τρῳ. 271, ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (παρ’ ᾧ φέρεται «χαλκεομήστορος· ἰσχυρόφρονος»)· τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι χακλεομίτορος· ― πρβλ. [[δοριμήστωρ]] [[ἐντεσιμήστωρ]].
}}
{{bailly
|btext=οροσ (ὁ) :<br />à la volonté d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[μήδομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλκεομήστωρ:''' -ορος, ὁ, αυτός που έχει [[πείρα]] στα όπλα, σε Ευρ.
|lsmtext='''χαλκεομήστωρ:''' -ορος, ὁ, αυτός που έχει [[πείρα]] στα όπλα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκεομήστωρ:''' ορος adj. с несокрушимой волей, непреклонный (Eur. - [[varia lectio|v.l.]] к [[χαλκεομίτωρ]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[skilled]] in [[arms]], Eur.
|mdlsjtxt=[[skilled]] in [[arms]], Eur.
}}
}}