ἰάνθινος: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ianthinos
|Transliteration C=ianthinos
|Beta Code=i)a/nqinos
|Beta Code=i)a/nqinos
|Definition=η, ον, (ἴον, ἄνθος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[violet-coloured]], ἱμάτιον <span class="bibl">Str.15.3.19</span>, cf. <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>21.27</span>, Aq., Sm.<span class="title">Ex.</span>25.5:—Subst. ἴανθος, ὁ, or ἴανθον, τό,= [[ἴον]], Hsch., Theognost.<span class="title">Can.</span>18.</span>
|Definition=η, ον, ([[ἴον]], [[ἄνθος]]) [[violet-coloured]], ἱμάτιον Str.15.3.19, cf. Plin.''HN''21.27, Aq., Sm.''Ex.''25.5:—Subst. ἴανθος, ὁ, or [[ἴανθον]], τό, = [[ἴον]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Theognost.''Can.''18.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰάνθινος]], -ίνη, -ον)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ίου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ιανθίνη</i><br /><b>ζωολ.</b> πελαγικό προσωβράγχιο γαστερόποδο [[μαλάκιο]] της οικογένειας janthinidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ίον</i> «[[βιολέτα]]» <span style="color: red;">+</span> επίθ. [[άνθινος]] (<span style="color: red;"><</span> [[άνθος]]). Από το [[ιάνθινος]] προέρχεται υποχωρητικά η λ. [[ίανθος]]. Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>janthina</i> «ιανθίνη»].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰάνθινος]], -ίνη, -ον)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ίου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ιανθίνη</i><br /><b>ζωολ.</b> πελαγικό προσωβράγχιο γαστερόποδο [[μαλάκιο]] της οικογένειας janthinidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ίον</i> «[[βιολέτα]]» <span style="color: red;">+</span> επίθ. [[άνθινος]] (<span style="color: red;"><</span> [[άνθος]]). Από το [[ιάνθινος]] προέρχεται υποχωρητικά η λ. [[ίανθος]]. Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>janthina</i> «ιανθίνη»].
}}
}}
{{etym
{{etym