περίπλοκος: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periplokos
|Transliteration C=periplokos
|Beta Code=peri/plokos
|Beta Code=peri/plokos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">entwined</b>, δεσμῷ <span class="title">AP</span>9.362; σειρῇσι <span class="bibl">Tryph.300</span>; <b class="b2">coiled</b>, of a snake, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>22.34</span> : c. dat., <b class="b2">twined about</b>, <b class="b3">ὅρμος π. αὐχένι</b> ib.<span class="bibl">6.195</span>.</span>
|Definition=περίπλοκον, [[entwined]], δεσμῷ ''AP''9.362; σειρῇσι Tryph.300; [[coiled]], of a snake, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 22.34: c. dat., [[twined about]], <b class="b3">ὅρμος π. αὐχένι</b> ib.6.195.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0588.png Seite 588]] umwickelt, umfaßt, verwickelt, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0588.png Seite 588]] umwickelt, umfaßt, verwickelt, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[replié tout autour]], [[entortillé]], [[entrelacé]].<br />'''Étymologie:''' [[περιπλέκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''περίπλοκος:''' [[опутанный]], [[скованный]] (ἡδέϊ δεσμῷ Anth.).
}}
{{ls
|lstext='''περίπλοκος''': -ον, [[λίαν]] πεπλεγμένος, δεσμῷ Ἀνθ. Π. 9. 362, πρβλ. Τρυφιόδ. (γρ. Τριφ-) 300.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περίπλοκος]], -ον, ΝΜΑ [[περιπλέκω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] επιμέρους στοιχεία τα οποία συνδέονται [[μεταξύ]] τους με πολλαπλό τρόπο, που έχει σύνθετη [[δομή]], [[πολύπλοκος]]<br /><b>2.</b> (για ύφος) [[στρυφνός]], [[ασαφής]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[γεμάτος]] εμπόδια ή δυσχέρειες («περίπλοκη [[κατάσταση]]»)<br />β) αυτός που έχει περιέλθει σε αδιέξοδο, [[περιπεπλεγμένος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φίδι]]) τυλιγμένος σε σπείρες, κουλουριασμένος<br /><b>2.</b> τυλιγμένος [[γύρω]] από [[κάτι]], περιελιγμένος, περιτυλιγμένος («[[ὅρμος]] [[περίπλοκος]] αὐχένι», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>3.</b> πολύ πλεγμένος («νυμφίον... περίπλοκον ἡδέϊ δεσμῷ»,<b>Ανθ. Παλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περίπλοκα</i> Ν<br />με περίπλοκο τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''περίπλοκος:''' -ον ([[περιπλέκω]]), πεπλεγμένος, μπερδεμένος, [[περίπλοκος]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περίπλοκος]], ον, [[περιπλέκω]]<br />entwined, Anth.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[περιπλέκω]] → [[περί]] + [[πλέκω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}