3,277,172
edits
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iomoroi | |Transliteration C=iomoroi | ||
|Beta Code=i)o/mwroi | |Beta Code=i)o/mwroi | ||
|Definition=οἱ, twice in Hom., | |Definition=οἱ, twice in Hom., Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἐλεγχέες Il.4.242; Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἀπειλάων ἀκόρητοι 14.479. (Expld. by Sch. as [[caring for arrows]] (cf. [[μέριμνα]]), but ῐ is against this: perhaps [[noisy]] (cf. [[ἰά]]).) | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰόμωροι]], οἱ (Α)<br />(για τους Αργείους)<br /><b>1.</b> [[θορυβώδης]], [[ταραχώδης]], [[φωνακλάς]] ( | |mltxt=[[ἰόμωροι]], οἱ (Α)<br />(για τους Αργείους)<br /><b>1.</b> [[θορυβώδης]], [[ταραχώδης]], [[φωνακλάς]] («Ἀργεῖοι [[ἰόμωροι]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δυστυχής]], [[άθλιος]], [[δύσμοιρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. απαντά δύο φορές στην [[Ιλιάδα]] ως προσδιοριστικό του ον. <i>Αργείοι</i>. Οι αρχαίοι σχολιαστές τήν ερμηνεύουν «ἐπιφανεῖς διὰ τῶν βελῶν», έχοντας [[προφανώς]] [[κατά]] νου τη λ. <i>ἐγχεσίμωροι</i> «που μάχονται με τη [[λόγχη]]» και εκλαμβάνοντας το α΄ συνθετικό της ως τη λ. <i>ἰός</i> (ΙI) «[[βέλος]]». Η [[ερμηνεία]] αυτή όμως θεωρείται λανθασμένη τόσο λόγω της βραχύτητας του <i>ἰ</i>-, που στο <i>ἰός</i> (ΙI) [[είναι]] μακρό, όσο και για τα σημασιολογικά προβλήματα που παρουσιάζει. Και στις δύο περιπτώσεις στις οποίες η λ. εμφανίζεται στην [[Ιλιάδα]] (Δ 242 και Ξ 479) τα [[λόγια]] που απευθύνονται στους Έλληνες [[είναι]] περιφρονητικά και χλευαστικά. Επικρατέστερη, γι' αυτό, θεωρείται η [[άποψη]] ότι το α΄ συνθετικό <i>ἰο</i>- προέρχεται από τα επιφωνήματα <i>ἰά</i>, <i>ἰή</i>, [[οπότε]] η λ. σημαίνει «[[φωνακλάς]], [[ικανός]] μόνο για [[λόγια]]». Το β΄ συνθετικό -<i>μωροι</i> [[είναι]] άγνωστης ετυμολ. Απαντά [[επίσης]] στις λ. <i>ὑλακό</i>-<i>μωροι</i> (<i>κύνες</i>) και <i>ἐγχεσί</i>-<i>μωροι</i>. Η πρώτη [[είναι]] κακόσημη (χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τα σκυλιά ως φωνακλάδικα), ενώ η δεύτερη εύσημη. Το [[ἰόμωροι]] θα [[πρέπει]] [[μάλλον]] να παραλληλισθεί με το <i>ὑλακόμωροι</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰόμωροι:''' οἱ, αυτοί που βρίσκονται γύρω από τα βέλη, πολεμικοί ή δύσμοιροι, δυστυχείς, άθλιοι, κακόμοιροι, σε Όμηρ. (με [[σημασία]] και προέλ. αμφιβ.). | |lsmtext='''ἰόμωροι:''' οἱ, αυτοί που βρίσκονται γύρω από τα βέλη, πολεμικοί ή δύσμοιροι, δυστυχείς, άθλιοι, κακόμοιροι, σε Όμηρ. (με [[σημασία]] και προέλ. αμφιβ.). | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: pl.<br />Meaning: adjunct of the [[Ἀργεῖοι]] (Δ 242, Ξ 479).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: The explanation of the scholl. as [[famous for their arrows]] fails for the shortness of the <b class="b3">ἰ-</b> (on the contents also Bechtel Lex. s. v.). The added epithet <b class="b3">ἀπειλάων ἀκόρητοι</b> suggests (?) [[ἰά]], [[ἰή]] [[crying]]; so does the expression <b class="b3">βοην ἀγαθός</b> and <b class="b3">ὑλακό-μωροι</b> (<b class="b3">κύνες ξ</b> 29, π 4). Thus Ehrlich Sprachgeschichte 48, Bechtel Lex. s. v., Theander Eranos 15, 99ff. a. n. Cf. also Leumann Hom. Wörter 37 and 272 n. 18. On the 2. member s. <b class="b3">ἐγχεσί-μωρος</b>. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[ἰός [[arrow]] ?]<br />[[warlike]] or ill-[[fated]], [[miserable]]; Hom. [Sense and deriv. [[both]] [[uncertain]].] | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ἰόμωροι''': {iómōroi}<br />'''Grammar''': pl.<br />'''Meaning''': Beiwort der Ἀργεῖοι (Δ 242, Ξ 479).<br />'''Etymology''' : Die Erklärung der Scholl. als [[pfeilberühmt]] scheitert an der Kürze des ἰ- (zum Sachlichen außerdem Bechtel Lex. s. v.). Schon das hinzugefügte Epitheton ἀπειλάων ἀκόρητοι leitet die Gedanken an ἰά, ἰή [[Geschrei]]; in dieselbe Richtung führt der Ausdruck βοὴν [[ἀγαθός]] sowie auch ὑλακόμωροι (κύνες ξ 29, π 4). So mit vielen Vorgängern Ehrlich Sprachgeschichte 48, Bechtel Lex. s. v., Theander Eranos 15, 99ff. u. A. Vgl. noch Leumann Hom. Wörter 37 und 272 A. 18; zum Hinterglied s. [[ἐγχεσίμωρος]].<br />'''Page''' 1,729 | |||
}} | }} |