ἰόμωροι: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iomoroi
|Transliteration C=iomoroi
|Beta Code=i)o/mwroi
|Beta Code=i)o/mwroi
|Definition=οἱ, twice in Hom., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἐλεγχέες <span class="bibl">Il.4.242</span>; Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἀπειλάων ἀκόρητοι <span class="bibl">14.479</span>. (Expld. by Sch. as [[caring for arrows]] (cf. [[μέριμνα]]), but ῐ is against this: perh. [[noisy]] (cf. [[ἰά]]).)</span>
|Definition=οἱ, twice in Hom., Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἐλεγχέες Il.4.242; Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἀπειλάων ἀκόρητοι 14.479. (Expld. by Sch. as [[caring for arrows]] (cf. [[μέριμνα]]), but ῐ is against this: perhaps [[noisy]] (cf. [[ἰά]]).)
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰόμωροι]], οἱ (Α)<br />(για τους Αργείους)<br /><b>1.</b> [[θορυβώδης]], [[ταραχώδης]], [[φωνακλάς]] («Ἀργεῑοι [[ἰόμωροι]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δυστυχής]], [[άθλιος]], [[δύσμοιρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. απαντά δύο φορές στην [[Ιλιάδα]] ως προσδιοριστικό του ον. <i>Αργείοι</i>. Οι αρχαίοι σχολιαστές τήν ερμηνεύουν «ἐπιφανεῖς διὰ τῶν βελῶν», έχοντας [[προφανώς]] [[κατά]] νου τη λ. <i>ἐγχεσίμωροι</i> «που μάχονται με τη [[λόγχη]]» και εκλαμβάνοντας το α΄ συνθετικό της ως τη λ. <i>ἰός</i> (ΙI) «[[βέλος]]». Η [[ερμηνεία]] αυτή όμως θεωρείται λανθασμένη τόσο λόγω της βραχύτητας του <i>ἰ</i>-, που στο <i>ἰός</i> (ΙI) [[είναι]] μακρό, όσο και για τα σημασιολογικά προβλήματα που παρουσιάζει. Και στις δύο περιπτώσεις στις οποίες η λ. εμφανίζεται στην [[Ιλιάδα]] (Δ 242 και Ξ 479) τα [[λόγια]] που απευθύνονται στους Έλληνες [[είναι]] περιφρονητικά και χλευαστικά. Επικρατέστερη, γι' αυτό, θεωρείται η [[άποψη]] ότι το α΄ συνθετικό <i>ἰο</i>- προέρχεται από τα επιφωνήματα <i>ἰά</i>, <i>ἰή</i>, [[οπότε]] η λ. σημαίνει «[[φωνακλάς]], [[ικανός]] μόνο για [[λόγια]]». Το β΄ συνθετικό -<i>μωροι</i> [[είναι]] άγνωστης ετυμολ. Απαντά [[επίσης]] στις λ. <i>ὑλακό</i>-<i>μωροι</i> (<i>κύνες</i>) και <i>ἐγχεσί</i>-<i>μωροι</i>. Η πρώτη [[είναι]] κακόσημη (χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τα σκυλιά ως φωνακλάδικα), ενώ η δεύτερη εύσημη. Το [[ἰόμωροι]] θα [[πρέπει]] [[μάλλον]] να παραλληλισθεί με το <i>ὑλακόμωροι</i>].
|mltxt=[[ἰόμωροι]], οἱ (Α)<br />(για τους Αργείους)<br /><b>1.</b> [[θορυβώδης]], [[ταραχώδης]], [[φωνακλάς]] («Ἀργεῖοι [[ἰόμωροι]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δυστυχής]], [[άθλιος]], [[δύσμοιρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. απαντά δύο φορές στην [[Ιλιάδα]] ως προσδιοριστικό του ον. <i>Αργείοι</i>. Οι αρχαίοι σχολιαστές τήν ερμηνεύουν «ἐπιφανεῖς διὰ τῶν βελῶν», έχοντας [[προφανώς]] [[κατά]] νου τη λ. <i>ἐγχεσίμωροι</i> «που μάχονται με τη [[λόγχη]]» και εκλαμβάνοντας το α΄ συνθετικό της ως τη λ. <i>ἰός</i> (ΙI) «[[βέλος]]». Η [[ερμηνεία]] αυτή όμως θεωρείται λανθασμένη τόσο λόγω της βραχύτητας του <i>ἰ</i>-, που στο <i>ἰός</i> (ΙI) [[είναι]] μακρό, όσο και για τα σημασιολογικά προβλήματα που παρουσιάζει. Και στις δύο περιπτώσεις στις οποίες η λ. εμφανίζεται στην [[Ιλιάδα]] (Δ 242 και Ξ 479) τα [[λόγια]] που απευθύνονται στους Έλληνες [[είναι]] περιφρονητικά και χλευαστικά. Επικρατέστερη, γι' αυτό, θεωρείται η [[άποψη]] ότι το α΄ συνθετικό <i>ἰο</i>- προέρχεται από τα επιφωνήματα <i>ἰά</i>, <i>ἰή</i>, [[οπότε]] η λ. σημαίνει «[[φωνακλάς]], [[ικανός]] μόνο για [[λόγια]]». Το β΄ συνθετικό -<i>μωροι</i> [[είναι]] άγνωστης ετυμολ. Απαντά [[επίσης]] στις λ. <i>ὑλακό</i>-<i>μωροι</i> (<i>κύνες</i>) και <i>ἐγχεσί</i>-<i>μωροι</i>. Η πρώτη [[είναι]] κακόσημη (χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τα σκυλιά ως φωνακλάδικα), ενώ η δεύτερη εύσημη. Το [[ἰόμωροι]] θα [[πρέπει]] [[μάλλον]] να παραλληλισθεί με το <i>ὑλακόμωροι</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: pl.<br />Meaning: adjunct of the <b class="b3">Ἀργεῖοι</b> (Δ 242, Ξ 479).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: The explanation of the scholl. as [[famous for their arrows]] fails for the shortness of the <b class="b3">ἰ-</b> (on the contents also Bechtel Lex. s. v.). The added epithet <b class="b3">ἀπειλάων ἀκόρητοι</b> suggests (?) <b class="b3">ἰά</b>, <b class="b3">ἰή</b> [[crying]]; so does the expression <b class="b3">βοην ἀγαθός</b> and <b class="b3">ὑλακό-μωροι</b> (<b class="b3">κύνες ξ</b> 29, π 4). Thus Ehrlich Sprachgeschichte 48, Bechtel Lex. s. v., Theander Eranos 15, 99ff. a. n. Cf. also Leumann Hom. Wörter 37 and 272 n. 18. On the 2. member s. <b class="b3">ἐγχεσί-μωρος</b>.
|etymtx=Grammatical information: pl.<br />Meaning: adjunct of the [[Ἀργεῖοι]] (Δ 242, Ξ 479).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: The explanation of the scholl. as [[famous for their arrows]] fails for the shortness of the <b class="b3">ἰ-</b> (on the contents also Bechtel Lex. s. v.). The added epithet <b class="b3">ἀπειλάων ἀκόρητοι</b> suggests (?) [[ἰά]], [[ἰή]] [[crying]]; so does the expression <b class="b3">βοην ἀγαθός</b> and <b class="b3">ὑλακό-μωροι</b> (<b class="b3">κύνες ξ</b> 29, π 4). Thus Ehrlich Sprachgeschichte 48, Bechtel Lex. s. v., Theander Eranos 15, 99ff. a. n. Cf. also Leumann Hom. Wörter 37 and 272 n. 18. On the 2. member s. <b class="b3">ἐγχεσί-μωρος</b>.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj